Τι χρειάζεται μία μικρή χώρα για να παίξει καλό ποδόσφαιρο


Η επιτυχία μιας χώρας στο ποδόσφαιρο εξαρτάται από τρεις μεταβλητές. Τον πληθυσμό της, το κατά κεφαλήν εισόδημα της και τις εμπειρίες της στο ποδόσφαιρο. Aς θυμηθούμε λίγο το Μουντιάλ του 2002, όπου αναδύθηκαν και άλλες περιφερειακές χώρες. Η Ιαπωνία έφτασε στον δεύτερο γύρο, οι ΗΠΑ πήγαν στα προημιτελικά και στο ματς για την Τρίτη θέση η Τουρκία, η οποία δεν είχε παίξει σε παγκόσμιο Κύπελλο από το 1954,  επικράτησε της Κορέας.
 

 



Για την Τουρκία, όπως και για άλλες αναδυόμενες χώρες και οι τρεις μεταβλητές βελτιώθηκαν ταχύτατα.  Από το 1980 ως το 2001, οι Τούρκοι ήταν οι δεύτεροι χειρότεροι στο Ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο. Σκόραραν ένα γκολ λιγότερο από όσα τους αναλογούσαν, λαμβάνοντας υπόψη τον τεράστιο πληθυσμό, τις θετικές ποδοσφαιρικές τους εμπειρίες και το κατά γενική παραδοχή χαμηλό τους εισόδημα. Αλλά από τη στιγμή που η περίοδος στην οποία αναφερθήκαμε τελείωσε, ξεκίνησε και η άνοδος των Τούρκων. 
Δεν αποτελεί σύμπτωση ότι η Τουρκία, από αξιολύπητη ποδοσφαιρικά χώρα, έγινε μία από τις καλύτερες, την ίδια ώρα που από ένα μεσαίου μεγέθους ευρωπαϊκό κράτος, έφτασε να γίνει ένα έθνος με τον τρίτο μεγαλύτερο πληθυσμό. Η Τουρκία είχε 19 εκατομμύρια κάτοικους το 1945, οι οποίοι διπλασιάστηκαν το 1973 και το 2008 έφτασαν τα 72 εκατομμύρια. Στην Ευρώπη, μόνο η Ρωσία και η Γερμανία είναι μεγαλύτερες. Την ώρα που ο πληθυσμός της Τουρκίας μεγαλώνει, οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες "χάνουν κόσμο". Αν προσθέσουμε και τα εκατομμύρια των Τούρκων της διασποράς και το νεαρό της ηλικίας πολλών Τούρκων,  καταλαβαίνουμε ότι η χώρα αρχίζει να γίνεται ανταγωνιστής της Γερμανίας όσον αφορά τις ποδοσφαιρικές προοπτικές.
Την ίδια ώρα, η οικονομία της Τουρκίας άνθιζε και κάποια από τα χρήματα χρησιμοποιήθηκαν για την εισαγωγή ποδοσφαιρικής γνώσης.  Όπως έχω αναφέρει, μπορούμε να μετρήσουμε την ποδοσφαιρική εμπειρία μιας χώρας ανάλογα με τα πόσα ματς η Εθνική ομάδα της έχει παίξει. Υπάρχει όμως και ένας ευκολότερος τρόπος να αποκτήσεις εμπειρία: να την εισάγεις. Αυτή η προσπάθεια ξεκίνησε για την Τουρκία τον Ιούνιο του 1984, όταν και η Δυτική Γερμανία αποκλείστηκε από το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα. Οι Γερμανοί απέλυσαν τον προπονητή τους, Jupp Derwall. Εκείνη τη χρονιά, πήγε στην Γαλατάσαραϊ και ξεκίνησε να εισάγει  το συγκεκριμένο στυλ ποδοσφαίρου στη χώρα. Ο Derwall και άλλοι Γερμανοί προπονητές (όπως και ο Βρετανός Gordon Milne της Μπεσίκτας) έκαναν τους Τούρκους παίκτες πραγματικά να δουλέψουν. Επίσης, εισήγαγαν την  πρωτότυπη ιδέα της προπόνησης στο γρασίδι.
Η τουρκική τηλεόραση ξεκίνησε να προβάλλει ξένα παιχνίδια, τα οποία εισήγαγαν αρκετούς τηλεθεατές  στην σημασία της πάσας. Πριν την άφιξη του Derwall, ο μέσος Τούρκος ποδοσφαιριστής ήταν ένας εγωιστής νάνος ντριμπλαδόρος.  Η σωματοδομή των Γερμανών με τουρκική καταγωγή ήταν σαφώς μεγαλύτερη από ότι των Τούρκων, λόγω της καλύτερης διατροφής και φυσικά της προπόνησης που έκαναν.  Μετά την άφιξή τους στην Κωνσταντινούπολη εκτίθεντο στο lifestyle του χαρεμιού και του… σουλτανάτου, το παιχνίδι τους χειροτέρευε, αλλά παρόλα αυτά το ότι πήγαιναν εκεί ήταν μια αρχή.  Οι Τούρκοι της διασποράς, από την Γερμανία, την Γαλλία αλλά επίσης και ο Λονδρέζος Κόλιν-Καζίμ Ρίτσαρντς στο Euro 2008, έδωσαν και συνεχίζουν να δίνουν στην Τουρκία μεγάλη ώθηση στο Ευρωπαϊκό ποδοσφαιρικό στερέωμα.
Καμία άλλη Εθνική ομάδα στη Ευρώπη δεν έχει τόσους πολλούς παίκτες που μεγάλωσαν σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες. Το 1996, η Τουρκία προκρίθηκε στην πρώτη της μεγάλη διοργάνωση μετά το 1954.  Αν και δεν πέτυχαν κάποιο γκολ και δεν πήραν κάποιο βαθμό στο Euro `96, η πορεία τους κρίθηκε αρκετά καλή. Από τότε έφτασαν σε δύο ημιτελικούς και έναν προημιτελικό σε μεγάλες διοργανώσεις. Με λίγα λόγια, η παγκοσμιοποίηση έσωσε το τουρκικό ποδόσφαιρο. Οι Τούρκοι κατάλαβαν τι χρειάζεται μια περιθωριακή χώρα για να παίξει καλό ποδόσφαιρο: Πρέπει να συνδυάσεις την Ιταλική άμυνα, με τον Γερμανικό τρόπο δουλειάς και σκέψης και τον  ολλανδικό τρόπο πασών, μαζί με την Ευρωπαϊκή ομαδικότητα. «Βιομηχανικό ποδόσφαιρο», όπως το αποκαλούν μερικοί Τούρκοι. Στο ποδόσφαιρο, τα εθνικά χαρακτηριστικά δεν λειτουργούν.  Πρέπει να συνδυάζεις διαφορετικά στοιχεία. Δεν μπορείς να κερδίσεις σε μεγάλα ματς παίζοντας κλασικό τουρκικό ποδόσφαιρο.  Πρέπει να παίξεις Ευρωπαϊκό.
Στο ποδόσφαιρο, η έννοια της διαφορετικότητας της κάθε «κουλτούρας» δεν έχει πάντα και πολύ νόημα. Πιθανόν, όπως είπε και ο μεγάλος γάλλος Giscard d` Estaing, όταν εισήγαγε το αποτυχημένο τελικά Σύνταγμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Τουρκία είχε «μια διαφορετική κουλτούρα, μία διαφορετική προσέγγιση, έναν διαφορετικό τρόπο ζωής», αλλά αυτό δεν στάθηκε εμπόδιο στο τουρκικό ποδόσφαιρο.  Οι κουλτούρες άλλωστε δεν είναι ούτε αιώνιες ούτε αναλλοίωτες.   Όταν έχουν κίνητρο για να αλλάξουν, όπως η πιθανότητα να κερδίσουν οι χώρες  περισσότερους ποδοσφαιρικούς αγώνες, ή ίσως να γίνουν πλουσιότερες, μπορούν να αλλάξουν. Η Τουρκία ήταν μία από τις πρώτες χώρες που είχαν την τόλμη να εγκαταλείψουν την ποδοσφαιρική τους κουλτούρα.  Οι περισσότερες χώρες στις παρυφές της Ευρώπης  είχαν δυσλειτουργικά, εγχώρια στυλ ποδοσφαίρου.  Οι νότιες, όπως η Ελλάδα, η Τουρκία και η Πορτογαλία ευνοούσαν τις άσκοπες ντρίμπλες, ενώ οι Βρετανικές και οι Σκανδιναβικές έπαιζαν… κλωτσομπουνίδια.  Σταδιακά, οι πιο πολλοί κατάλαβαν ότι αυτοί οι τρόποι ποδοσφαίρου δεν οδηγούν πουθενά. 

Κανένας δεν κατάφερε καλύτερα να υιοθετήσει ένα ευρωπαϊκό στυλ ποδοσφαίρου και να εγκαταλείψει τις ρίζες του, από τους γείτονες και "φίλους" της Τουρκίας, τους Έλληνες.  Η Εθνική Ελλάδας παραδοσιακά έπαιζε ανυπόφορο ποδόσφαιρο μπροστά σε  δύο χιλιάδες θεατές. Κατά τη διάρκεια των εκδρομών στο εξωτερικό, τα διάφορα μέλη της αποστολής της ομάδας, φίλοι, δημοσιογράφοι και άλλοι, συνήθιζαν να τριγυρίζουν στο ξενοδοχείο της ομάδας και να πίνουν εσπρέσο με τους παίκτες νωρίς το πρωί.  Όταν η Ελλάδα κατάφερε τελικά να προκριθεί στο Μουντιάλ του 1994, κατέληξε να το μετανιώσει.  Στις προπονήσεις τους, λίγο έξω από την Βοστώνη, ένας  παίκτης καθόταν κάτω από τα γκολποστ,  και οι άλλοι έριχναν σουτ στους θάμνους.  Πέρασαν το μεγαλύτερο μέρος του τουρνουά ταξιδεύοντας στην Ανατολική Ακτή των ΗΠΑ,  όπου τους υποδέχονταν Ελληνοαμερικάνοι, αλλά βρήκαν τον χρόνο για να συντριβούν σε τρία ματς. Το 2002 ήταν η ώρα η Ελλάδα να παρατήσει την ελληνική "Σχολή" ποδοσφαίρου και να εισάγει μια γερή δόση εμπειρίας, στο πρόσωπο του βετεράνου γερμανού τεχνικού Οτο Ρεχάγκελ.
Ο Ρεχάγκελ είναι ένα κλασικό δείγμα Δυτικογερμανού προπονητή με έμμονη ιδέα την ομαδικότητα. Ανάμεσα στα συντρίμμια της μεταπολεμική Δυτικής Γερμανίας, ερασιτέχνης μπογιατζής και  σκληροτράχηλος αμυντικός, ο Ρεχάγκελ αποτέλεσε λάτρη των «γερμανικών αρετών», της σκληρής δουλειάς και της πειθαρχίας. Ως τεχνικός στη Γερμανία για δεκαετίες, έπαιρνε πάντα "ομαδικούς" παίκτες, των οποίων η προσωπικότητα έπρεπε πρώτα να "εγκριθεί" σε δείπνο από τη σύζυγο του. Παντού προσπάθησε να δημιουργήσει οργανόγραμμα. Όταν απολύθηκε από προπονητής της Αρμίνια Μπίλεφελντ, υποστήριξε: «τουλάχιστον χάρη σε μένα η ομάδα έχει τουαλέτα στο προπονητικό κέντρο».  Όταν επισκέφτηκε αργότερα το Μπίλεφελντ ως αντίπαλος, πάντα ζητούσε να μάθει για την τουαλέτα του. Ο Ρεχάγκελ γρήγορα ξερίζωσε τη λογική των πολλών παικτών- "μαέστρων¨ στην Ελλάδα, εισάγοντας έναν Ευρωπαϊκό, ομαδικό τρόπο ποδόσφαιρου. Έτσι οδήγησε την ομάδα στο Euro 2004 στην Πορτογαλία.
Πηγαίνοντας εκεί, έκανε διάφορες δηλώσεις του τύπου: «Τώρα που προπονώ την Ελλάδα, θέλω να κάνω μια φιλοσοφική δήλωση. Παρακαλώ σημειώστε την. Ο άνθρωπος δεν χρειάζεται τίποτα παραπάνω στη ζωή του από τους άλλους ανθρώπους». Όσο μπανάλ κι αν ακούγεται, δικαιολογείτο στην μεταπολεμική Δυτική Γερμανία.  Ειδικά οι Έλληνες παίκτες, που πριν του Ρεχάγκελ δεν έδειχναν να γνωρίζουν το ομαδικό πνεύμα, ξεκίνησαν να  κηρύσσουν την αντίληψη αυτή σε πολλές γλώσσες.  «Ήμασταν πολύ καλά οργανωμένοι» είπε ο Ζήσης Βρύζας μετά τη νίκη της Ελλάδας επί της Γαλλίας. Ο Άγγελος Χαριστέας, ο αναπληρωματικός της Βέρντερ Βρέμης που έγινε πρώτος σκόρερ του Euro,  του έπλεξε το εγκώμιο: « Έχουμε έναν Γερμανό προπονητή, με γερμανική νοοτροπία και παίζουμε σαν γερμανική ομάδα». Στην πραγματικότητα, η Ελλάδα έκανε το ίδιο ταξίδι με την Τουρκία. Από ομάδα κοντών ντριμπλαδόρων έπαιξε βαρετό, ομαδικό ποδόσφαιρο χάρη στον Ρεχάγκελ.
Ο ίδιος ο Ρεχάγκελ το αποκάλεσε «μαθαίνοντας από το Ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο».  Η μετάβαση σε «ευρωπαϊκό» - εννοώντας οργανωμένο- ποδόσφαιρο, είναι η φιλοδοξία πολλών "μικρών" ποδοσφαιρικά χωρών, τόσο στο ποδόσφαιρο όσο και έξω από αυτό.  Όταν αυτές οι χώρες έμπαιναν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, υιοθετούσαν και αυτόν τον τρόπο ποδοσφαίρου.  Ο τελικός του 2004 έφερε την Ελλάδα απέναντι σε μία άλλη, μέχρι πρόσφατα "μικρή" χώρα. Οι Έλληνες κέρδισαν την Πορτογαλία 1-0 με ακόμα μια κεφαλιά του Χαριστέα, ο οποίος αργότερα θα γινόταν ξανά αναπληρωματικός, αυτή τη φορά στον Άγιαξ.  Έτσι, αποδείχθηκε ότι με απλώς μέτριους παίκτες, έναν καλό προπονητή, με ομαδικό πνεύμα και χρόνο για προετοιμασία, σχεδόν κάθε χώρα στο περιθώριο του Ευρωπαϊκού χάρτη μπορεί τελικά να αποδώσει καλά.


Ο Simon Kuper είναι αρθρογράφος των Financial Times και συγγραφέας αρκετών παγκόσμιων bestsellers για το ποδόσφαιρο.

Σχόλια

Ο χρήστης Ανώνυμος είπε…
ΟΥΚΡΑΝΙΑ - ΠΑΝΑΘΗΝΑΙΚΟΣ 0-1 !

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κυκλοφορεί ο ΚΑΤΟΙΚΟΣ ο κουτσοφλέβαρος...

Κυκλοφορεί ο Χριστουγενιάτικος ΚΑΤΟΙΚΟΣ!

Κυκλοφορεί ηλεκτρονικά ο ΚΑΤΟΙΚΟΣ Νοεμβρίου!