Το μοιρολόι της Πάργας και ο θρήνος της Κάρυστος...


Μέρα που είναι, σκέφτηκα να παρουσιάσω δυο δημοτικά τραγούδια, θρηνητικά, που συνδέονται και τα δυο με την επανάσταση του 1821 αν και άμεσα αφορούν γεγονότα αμέσως πριν και αμέσως μετά την επανάσταση. Θρηνητικά, επειδή τα τραγουδούν άνθρωποι που αναγκάζονται να φύγουν από τον τόπο τους και μάλιστα όχι έπειτα από μάχη αλλά από συνθήκη.
Το πρώτο τραγούδι (που έχει δύο μέρη) είναι «Της Πάργας». Η Πάργα είχε από τον 15ο αιώνα ταχθεί στην προστασία των Ενετών και μετά στους Γάλλους. Το 1814 πέρασε στους Άγγλους, που όμως την πούλησαν στους Τούρκους. Η παράδοση της πόλης έγινε στις 28 Απριλίου 1819 και οι Παργινοι, 4.000 άνθρωποι, εγκατέλειψαν την πόλη τους, αφού προηγουμένως ανέσκαψαν τους πατρώους τάφους, μάζεψαν τα οστά στην πλατεία και τα έκαψαν –για να μη βεβηλωθούν. Οι Παργινοί έφυγαν κυρίως στην Κέρκυρα. Πολλοί επέστρεψαν το 1913, με την απελευθέρωση της πόλης.


Μαύρο πουλάκι, πο’ ‘ρχεσαι απο τ’ αντίκρι μέρη,
πες μου τι κλάψες θλιβερές, τι μαύρα μοιρολόγια
απο την Πάργα βγαίνουνε, που τα βουνά ραγίζουν;
Μήνα την πλάκωσε Τουρκιά και πόλεμος την καίει;
-Δεν την επλάκωσε Τουρκιά, πόλεμος δεν την καίει.
Τους Παργινούς επούλησαν σα γίδια, σα γελάδια,
κι όλοι στην ξενιτιά θα παν’ να ζήσουν οι καημένοι.
Τραβούν γυναίκες τα μαλλιά, δέρνουν τ’ άσπρα τους στήθια,
μοιρολογούν οι γέροντες με μαύρα μοιρολόγια,
παπάδες με τα δάκρυα γδύνουν τες εκκλησιές τους.
Βλέπεις εκείνη τη φωτιά, μαύρο καπνό που βγάνει;
Εκεί καίγονται κόκαλα, κόκαλα αντρειωμένων,
που την Τουρκιά τρομάξανε και το βεζίρη κάψαν.
Εκεί ‘ναι κόκαλα γονιού, που το παιδί ,τα καίει,
να μην τα βρουν οι Λιάπηδες, Τούρκοι μην τα πατήσουν.
Ακούς το θρήνο τον πολύν, όπου βογγούν τα δάση,
και το δαρμό που γίνεται,τα μαύρα μοιρολόγια;
Είναι που αποχωρίζονται τη δόλια την πατρίδα,
φιλούν τες πέτρες και τη γη κι ασπάζονται το χώμα.
Τρία πουλιά απ’ τη ν Πρέβεζα διαβήκανε στην Πάργα.
Το ‘να κοιτάει την ξενιτιά, τ’ άλλο τον άη Γιαννάκη,
το τρίτο το κατάμαυρο μοιρολογάει και λέει:
-Πάργα, Τουρκιά σε πλάκωσε, Τουρκιά σε τριγυρίζει.
Δεν έρχεται για πόλεμο, με προδοσία σε παίρνει.
Βεζίρης δε σ’ ενίκησε με τα πολλά τ’ ασκέρια.
Έφευγαν Τούρκοι σα λαγοί το παργινό τουφέκι,
κι οι Λιάπηδες δεν ήθελαν να ’ρτουν να πολεμήσουν.
Είχε λεβέντες σα θεριά, γυναίκες αντρειωμένες,
πο’ τρωγαν βόλια για ψωμί, μπαρούτι για προσφάγι.
Τ’ άσπρα πουλήσαν το Χριστό, τ’ άσπρα πουλούν και σένα.
Πάρτε, μανάδες, τα παιδιά, παπάδες τους αγίους.
Άστε, λεβέντες, τ’ άρματα κι αφήστε το τουφέκι.
Σκάψτε πλατιά, σκάψτε βαθιά, όλα σας τα κιβούρια,
και τ’ αντρειωμένα κόκαλα ξεθάψτε του γονιού σας.
Τούρκους δεν επροσκύνησαν, Τούρκοι μην τα πατήσουν.

Το δεύτερο τραγούδι είναι ο θρήνος της Κάρυστος. Στην Κάρυστο στις αρχές του 19ου αιώνα ζούσαν αρκετοί μουσουλμάνοι, που μάλιστα αποτελούσαν πολύ αξιόμαχο σώμα με ικανό διοικητή τον μπέη Ομέρ. Με τη βοήθεια και του Χοσρέφ Πασά, η επανάσταση στην Εύβοια ηττήθηκε και έσβησε. Το 1830 με το πρωτόκολλο του Λονδίνου η Εύβοια συμπεριλήφθηκε στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος και το 1833 έγινε η παράδοση της Καρύστου. Το τραγούδι θρηνεί την απώλεια της Καρύστου, που θεωρείται ότι έγινε εξαιτίας των μεγάλων δυνάμεων. Είναι γραμμένο στα ελληνικά, αφού ελληνόφωνοι ήταν οι μουσουλμάνοι της Καρύστου. Υπάρχουν πάντως μερικές λέξεις άγνωστες (πελάει, σεμπέτι, ριτζάλι, αργαστάρες). Οι περισσότεροι Καρυστινοί έφυγαν στην Ιωνία (στα Αλάτσατα που λέει το τραγούδι).
Κατακαημένη Κάρυστο με τα κρύα τα νερά σου,
φύγαν τα παλικάρια σου τσε καίγεται η καρδιά σου.
Κατακαημένη Κάρυστο, πούσουν μισό Μισίρι,
τσε τώρα εκατάντησες να γίνεις Ρωμιοσύνη.
Που σ´ έτρεμε μια Έγριπο, μια ζηλεμέν´ Αθήνα
τσε τώρα σ´ εδώσανε στο Φράγκο, στη Ρουσία.
Νάταν ο κάμπος θάλασσα, τσε τα βουνά ποτάμια,
να πνίγανε τον Τάταρο που ´ φερε το χαμπέρι,
να φύγουν οι Καρυστινοί τούτο το καλοτσαίρι.
Ομέρ Πασάς που τ´ άκουσε, μηνάει ένα χαμπέρι,
του μπέη μας του μήνυσε τσε του στραβιντζιντάρη.
Όντας αποδιαβάσανε το μαύρο το φερμάνι,
μικροί, μεγάλοι κλαίανε, τσ’ οι δυο μας ζαμπιτάδες,
τρέχουν τσε παν τα μάτια τους ωσάν τις αργαστάρες.
Δεν κλαίμε μεις τον τόπο μας, στο Φράγκο π´ απομένει,
μον´ κλαίμε το κρύο νερό που ’μαστε μαθημένοι.
Τσε τον Μπεκήρ αγά πελάει στη Σμύρνη για καράβια,
στο μπούρτσι μας τ’ άραξε τα δώδεκα καράβια,
Καρυστινοί που τα ’δανε, τριτσάνα τους τινάζει
μπαρκάραν οι Καρυστινοί και πήγαν στο μπογάζι.
Πήγανε στο Βενέτικο, τσε μια μπουνάτσα πιάνει.
τσε πήγανε στ´ Αλάτσατα, το κάτου Σιβρισάρι.
Αλλά, Αλλάχ, βρε βασιλιά, που θα σε πάη το κρίμα,
που χώρισες αντρόγενα, παιδιά απ´ τα σκαφίδια.
Σεμπέτι όποιος γένηκε να δώσ´ το Γριπονήσι,
όποιος ριτζάλι το´ καμε, σαν σκύλος να βαβίσει.
Το τραγούδι της Πάργας το πήρα από τα Δημοτικά τραγούδια του Νικολάου Πολίτη. Το τραγούδι της Κάρυστος, που δημοσιεύτηκε πρώτη φορά το 1947, το πήρα, μαζί με τα στοιχεία που διαβάσατε, από άρθρο του Βλάση Αγτζίδη στην Καθημερινή, που έχει αναδημοσιευτεί στο Διαδίκτυο, π.χ. στοιστολόγιο των Αριστερών Ποντίων, όπου υπάρχουν και κάμποσα ακόμα στοιχεία –αλλά όχι η εξήγηση των άγνωστων λέξεων, για τις οποίες παρακαλώ τον Δύτη και τους λοιπούς σοφούς φίλους του ιστολογίου να μας δώσουν τα φώτα τους.
του Νίκου Σαραντάκου

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κυκλοφορεί ο ΚΑΤΟΙΚΟΣ ο κουτσοφλέβαρος...

Κυκλοφορεί ο Χριστουγενιάτικος ΚΑΤΟΙΚΟΣ!

Κυκλοφορεί ηλεκτρονικά ο ΚΑΤΟΙΚΟΣ Νοεμβρίου!