Ο Θεός τιμωρεί τους άπιστους εραστές

γράφει το κορίτσι του διπλανού portal

Πού είχαμε μείνει παίδες μου αγαπημένοι; Α, ναι, εκεί που πήρα τον πούλο στην Πάρο από τον Θανασάκη και βρέθηκα να αντικρίζω τους 5 δρόμους κατάματα. Ο 6ος ήταν ο δρόμος της επιστροφής αλλά δεν θα τον έπαιρνα εύκολα γιατί ως ελληνίδα δεν υποτάσσομαι στη μοίρα (αλλά κυρίως γιατί δεν μου φτάνανε τα λεφτά για το εισιτήριο). Μετά από μια ωριαία κρίση πανικού που μου κόστισε 12 ευρώ και 4982 θερμίδες (έφαγα στο καπάκι 4 πύραυλους μάτζικ συν μια βρωμοτυρόπιτα), αποφάσισα να συνέλθω και να καταστρώσω τα πλάνα μου. Επιβίωση ούμπερ άλλες.
Κοίταξα τις τσέπες μου μία-μία, τίναξα και το μπουφάν μου ανάποδα (έχει μια ξηλωμένη φόδρα και όλο και κανά ψιλό παραπέφτει εκεί μέσα), τα μέτρησα και βγήκαν 15 ευρώ και 55 σέντσια πρωτογενές πλεόνασμα. Πλούτο δεν το λες αλλά είναι μια αρχή για να οικοδομήσω το μέλλον μου στο νησί. Πρώτα απ' όλα χρειαζόμουν ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι μου. Το χωριό δεν είχε κάμπινγκ, άρα έπρεπε να βρω δωμάτιο. Με 15 ευρώ και με βοήθεια από την Παναγιά την Κανάλα (που ευθύνεται αφού δεν μ' έκανε σαν τα κορίτσια τ' άλλα) μπορεί να εύρισκα κάτι σε τέως αποθήκη με θέα το υπαίθριο βεσεδάκι. Το καλύτερο θα ήταν να ρωτήσω έναν καλοσυνάτο ντόπιο. Ίσως μάλιστα να του κλαφτώ και λίγο, ειδικά αν ο καλοσυνάτος ντόπιος είναι άντρας. Με ένα δάκρυ και λίγο ντεκολτέ ο καλοσυνάτος ντόπιος συνήθως γίνεται πιο καλοσυνάτος (ενώ η ντόπια δεν νομίζω να είναι τόσο χάπατο). Εν συνεχεία, θα ρωτήσω τον καλοσυνάτο ντόπιο αν έχει κανέναν καλοσυνάτο φίλο με μπαρ, εστιατόριο, καντίνα, ντίσκο, ξαπλώστρες που θέλει υπάλληλο. Ή αν ξέρει κανέναν πλούσιο καλοσυνάτο που να θέλει βοήθεια να φάει τα λεφτά του.
Πάνω που το αποφάσισα το σύμπαν συνωμότησε και να σου ένας ντόπιος περνούσε με μια νάιλον τσάντα στο χέρι γεμάτη ψάρια. Παρέβλεψα τον ονειροκρίτη που λέει άμα δεις ψάρια είναι λαχτάρα και τον πλησίασα προσευχόμενη από μέσα μου να είναι καλοσυνάτος. Τον άρχισα στο μπίρι-μπίρι (το 'χω), του είπα ότι είμαι άφραγκη (αλήθεια), ότι βρήκα τον φίλο μου να πηδιέται με μια ξένη (περίπου αλήθεια) και έφυγα λουσμένη στο δάκρυ αφήνοντας πίσω το πορτοφόλι μου και τα κλειδιά μου (ψέμα, αλλά ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω παίδες). Οπότε δεν ξέρω πού να μείνω, μήπως ξέρει αυτός κανένα φτηνό δωμάτιο στο χωριό; Και μήπως ξέρει αν ζητάει κανένας κοπέλα για δουλειά, οποιαδήποτε δουλειά;
Τα είπα με μια ανάσα και μετά καθόμουνα και τον κοίταζα αθώα-αθώα και πληγωμένη, σαν τον Ρούντολφ το ελαφάκι. Ο μπάρμπας κοκκίνισε, πρασίνισε και μετά με πήρε από το χέρι, μου έδειξε τα ψάρια και μου είπε: «Ξέρεις να καθαρίζεις ψάρια κοπελιά; Άμα ξέρεις προσλαμβάνεσαι. Έχω κάτι δωμάτια στη θάλασσα. Θα στρώνεις κανα κρεβάτι, θα φτιάχνεις κανα καφέ, κανα σκούπισμα, λίγο απ΄ όλα, ξέρεις. Εντάξει;».
-Εντάξει, είπα με το πληγωμένο μου βλέμμα. (Ονειρευόμουνα πιο διευθυντική θέση αλλά άμα είσαι στο πρόγραμμα κοινωνικός τουρισμός δεν μπορείς να έχεις απαιτήσεις).
-Δε μου λες, πού μένει ο μουστερής ο δικός σου; συνέχισε αδικαιολόγητα φορτωμένος ο ντόπιος.
Τα 'χασα λίγο είναι αλήθεια αλλά μετά σήκωσα δειλά το πληγωμένο μου χέρι και έδειξα το σπίτι του Θανάση.
-Αυτός είναι; Ο Αθηναίος; Ξέρω τον πατέρα του, έφριξε ο καλοσυνάτος. Βρε το χαμένο κορμί, βρε τον αλητάμπουρα, καλά τον είχα κόψει εγώ για μούτρο. Λοιπόν πήγαινε εσύ εκεί στην μπλε την πόρτα και χτύπα. Είναι η κυρά μου μέσα. Πες της πως πιάνεις δουλειά. Έρχομαι κι εγώ σ΄ ένα λεπτό.
Η αλήθεια είναι πως δεν καταλάβαινα γιατί φόρτωσε τόσο ο καλοσυνάτος ντόπιος με το υποτιθέμενο αισθηματικό μου Βατερλώ, αλλά πήγα προς το σπίτι του. Χτυπάω την πόρτα και μου ανοίγει μια καλοσυνάτη ντόπια με φόρμα κίτρινη φωσφοριζέ. Επαναλαμβάνοντας το παραμύθι, την έβλεπα που φούντωνε κι αυτή τόσο που άρχισε να βράζει από αγανάκτηση. Τι διάολο γίνεται εδώ, αναρωτήθηκα. Πολύ εύκολα παίρνουν φωτιά οι καλοσυνάτοι ντόπιοι. Αμέσως μετά η κυρία προθυμοποιήθηκε να μου φτιάξει έναν ελληνικό καφέ για να στανιάρω. «Θα σου πω και το κουπάκι, μου υποσχέθηκε. Τον αγαπάς τον κερατά ε; Αχχχ. Μυαλό δεν έχετε κι εσείς. Πάτε και πέφτετε με τα μούτρα στα καθίκια αυτά. Αυτά τραβάει και η κόρη μου».
Κούνησα το κεφάλι πάνω κάτω με απελπισία. Πώς διάολο το γύρισα στο αισθηματικό δράμα μεσημεριάτικο; Εκείνη τη στιγμή ανοίγει η πόρτα και μπαίνει ο καλοσυνάτος ντόπιος με θριαμβευτικό χαμόγελο και ελαφρώς αναστατωμένο μαλλί.
-Τις έφαγε η παλιοχαμούρα. Αμα πια. Να μάθει να κοροϊδεύει τα κορίτσια του κόσμου.
-Ποια παλιοχαμούρα; πετάχτηκα πάνω σαν ελατήριο εγώ. Χοντραίνει η φάση. Δεν θα τη βγάλω καθαρή γαμώτο.
-Ο δικός σου, ποιος άλλος; Ακόμα μέσα την έχει τη γκόμενα ο ξετσίπωτος. Με έναν τέτοιο έχει μπλέξει και το κορίτσι το δικό μας και σούρωσε από το κλάμα δυο μήνες τώρα. Θεμά τη μάνα που τους γέννησε τους ρουφιάνους.
-Που να τους μαραζώσει το πουλί και να τους πέσει στο πάτωμα, συμπλήρωσε η κυρία του τινάζοντας το μπατζάκι της κίτρινης φόρμας.
Ήπια τον καφέ μονορούφι.
-Γύρνα το, γύρνα το να δούμε. Θα μετανιώσει; Θα γυρίσει; είπε η καλοσυνάτη ντόπια αρπάζοντας το άδειο φλιτζάνι μου.
-Δεν κοτάει να γυρίσει; Θα του κόψω τα πόδια. Θα τον χτυπήσω σα χταπόδι, τον πούστη! ούρλιαξε ο καλοσυνάτος. Το κορίτσι είναι υπό την προστασία τη δική μου τώρα. Θα μας βλέπει και θα τρέχει τώρα αυτός. Άκου να γυρίσει…
Πείτε με βλαμμένη παίδες αλλά δεν άντεξα. Με πόνο στην καρδιά (γιατί η ντόπια είχε μόλις βγάλει ένα σαγανάκι και μου σέρβιρε για να μου απαλύνει την απόρριψη) άνοιξα την πόρτα και έγινα μπουχός. Ως γνωστόν η πολλή καλοσύνη με αγριεύει εμένα…
(συνεχίζεται. Ευτυχώς χωρίς μπουνιές και κλωτσιές)
ένα άρθρο των πρωταγωνιστών

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κυκλοφορεί ο ΚΑΤΟΙΚΟΣ ο κουτσοφλέβαρος...

Κυκλοφορεί ο Χριστουγενιάτικος ΚΑΤΟΙΚΟΣ!

Κυκλοφορεί ηλεκτρονικά ο ΚΑΤΟΙΚΟΣ Νοεμβρίου!