Ντάλα καλοκαίρι ΙΙ

του Δημήτρη Νανούρης
(Οι αράδες που ακολουθούν ανήμερα τη θλιβερή επέτειο του δημοψηφίσματος αποτελούν ριπαία καταγγελία, σε συμβολικό και πολιτικό επίπεδο, εναντίον όσων βαφτίζουν την τίγρη λιοντάρι και τη σπαλομπριζόλα τσιπούρα, ωσότου τη γυρίσουν στα κάρβουνα και κυρίως κατά εκείνων που μετέτρεψαν μονοβραδίς το «όχι» σε «ναι». Οι πέντε παραθεριστές, εν τω μεταξύ, αναμετριόνταν ενεοί με φαντασμαγορικές, σουρεαλιστικές εικόνες, περιδιαβαίνοντας την ενδοχώρα της Γαύδου).
ΚΑΤΗΦΟΡΙΣΑΝ ΠΡΟΣ ΤΟ ΧΩΡΙΟ. Στην κάψα του μεσημεριού δεν σάλευε ούτε μύγα. Η κοινή λογική προείκαζε πιθανότερο να συναντήσουν ντεσπεράντος ξαπλωμένους στις σκιές, με σομπρέρο να καλύπτουν τα κεφάλια τους, τον Κλιντ Ιστγουντ με το δάκτυλο στη σκανδάλη ή τον Λούκι Λουκ να φυσά την καπνισμένη κάννη του πιστολιού του, παρά κάποιον απ' τους ευάριθμους κατοίκους. Μολαταύτα, πίσω από κάτι χαλάσματα ξεπρόβαλε μια απόκοσμη φιγούρα, σαν ξωτικό.
ΕΝΑΣ ΒΡΑΧΥΣΩΜΟΣ, ασπρομάλλης γέροντας με μαύρο παντελόνι και ασορτί μακρυμάνικο πουκάμισο κουμπωμένο ώς τον λαιμό, ισχνός σαν απεργός πείνας τριάντα ημερών, με σκαμμένο, ηλιοψημένο πρόσωπο, προσπαθούσε να αποσπάσει την προσοχή τους με χτυπητά νεύματα πολύπειρου πρωταγωνιστή παντομίμας. Τα χείλη του ανοιγόκλειναν κάτω απ' την επιμήκη μουστάκα, αλλά η φωνή δεν έφτανε στα τεντωμένα ώτα τους, κάτι που παραδόξως έκανε το κάλεσμα εκκωφαντικό.
ΜΑΓΝΗΤΙΣΜΕΝΟΙ ΣΧΕΔΟΝ, διέτρεξαν τα πενήντα περίπου μέτρα που τους χώριζαν. Ο Θούκης, που τελούσε ακόμη σε διονυσιακή έκσταση, άρχισε πάλι να μονολογεί: «Πεπίτο», «Πεπίτο»... Δίχως να το αντιλαμβάνεται πλήρως χριζόταν εκείνη την ώρα νονός στην πιο γκροτέσκα και μυστηριακή τελετή βάφτισης. Το μεξικάνικο προσωνύμιο συντρόφευε έκτοτε σαν πιστό σκυλί τον Γιώργη Βαϊλακάκη. Χαράχτηκε ανεξίτηλα στο DNA του, κόλλησε οριστικά και αμετάκλητα στο δέρμα του σαν βεντούζα, μυζητική θηλή εφάμιλλη της μάλλινης φανέλας που δεν έβγαζε από πάνω του ποτέ.
ΜΕ ΤΟ ΝΕΟ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑ η φήμη του εξαπλώθηκε σ' όλους τους παραθεριστές του νησιού, ταξίδεψε απέναντι στην Παλαιοχώρα κι από κει στα Εξάρχεια, τη Θεσσαλονίκη και αλλαχού. «Εγώ είμαι ο Πεπίτο» συστηνόταν με καμάρι στους τουρίστες από το επόμενο κιόλας καλοκαίρι, ώσπου υιοθέτησε το παρατσούκλι σύσσωμη η γαυδιώτικη κοινότητα. Ετσι τον αποκαλούσε μπροστά μας ώς κι η γυναίκα του η Αργυρώ, μ' ένα συνεσταλμένο, υποχθόνιο και πονηρό γελάκι να λάμπει στη φάτσα της.
Ο ΠΕΠΙΤΟ λοιπόν τους πήρε απ' το χέρι και με απροσδόκητα αεράτο βηματισμό τούς συνόδευσε στο πιο γκαν γκαν καφενείο της Μεσογείου, λίγο πιο πέρα. Η ειρωνική φράση «ψάχνω τους πελάτες με τα κιάλια» εκφέρεται στα Βατσιανά κατά κυριολεξία. Πάνε δέκα μέρες αφότου επισκέφθηκαν το κατάστημα οι προηγούμενοι, «δυο Εβελτοί», όπως υπογράμμισε με νόημα ο μαγαζάτορας.
ΣΤΗ ΜΟΝΑΞΙΑ της άκρης του πουθενά, οι διόπτρες αποτελούν πολύτιμη, καθημερινή παρέα. Αγνάντευε με τον προσοφθάλμιο φακό τους το πέλαγος και κοζάριζε τους στρατοκόπους μια ώρα προτού φτάσουν. Τους είχε εντοπίσει από απόσταση και βγήκε να τους προϋπαντήσει για να μην πάνε πρώτα στο δεύτερο καφενείο του τόπου, που ανήκε στον αδελφό του και στο οποίο οδηγούσε ο δρόμος. (Συνεχίζεται)
http://www.efsyn.gr/
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κυκλοφορεί ο ΚΑΤΟΙΚΟΣ ο κουτσοφλέβαρος...

Κυκλοφορεί ο Χριστουγενιάτικος ΚΑΤΟΙΚΟΣ!

Κυκλοφορεί ηλεκτρονικά ο ΚΑΤΟΙΚΟΣ Νοεμβρίου!