Η αντίφαση...
Γράφει ο Χρήστος Χατζηεμμανουήλ*
Αν για την πλειοψηφία των υποστηρικτών του το Μνημόνιο υπήρξε λύση ύστατης ανάγκης, προκειμένου «να εξακολουθήσει το κράτος μας να πληρώνει μισθούς και συντάξεις», για κάποιους άλλους μοιάζει με από μηχανής θεό, που καθιστά δυνατό να ληφθούν αποφάσεις δύσκολες αλλά αναγκαίες, και που θα οδηγήσει στην εξυγείανση της χώρας. Ελέχθησαν και λέγονται πολλά για την κρίση ως μία καλή ευκαιρία, που δεν πρέπει να πάει χαμένη. Ακούμε ξανά και ξανά ότι το Μνημόνιο αποτελεί την αποτύπωση ενός γενναίου μεταρρυθμιστικού προγράμματος, που η χώρα θα έπρεπε να έχει υλοποιήσει εδώ και χρόνια.
Για τους αισιόδοξους, οι μεταρρυθμίσεις θα οδηγήσουν σχεδόν αυτόματα σε αποτελεσματικότερη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς αγαθών, υπηρεσιών και εργασίας, μεγαλύτερη διεθνή ανταγωνιστικότητα, κι από εκεί σε ταχύτερη και βιώσιμη ανάπτυξη. Επί πλέον, χάρις στο Μνημόνιο, η χώρα θα απαλλαγεί από τα δεσμά του συντεχνιασμού, της προσοδοθηρίας, της διαφθοράς, της υποκατάστασης της οικονομίας από την πελατειακή συναλλαγή. Και πράγματι, αν οι μεταρρυθμίσεις προχωρούσαν –που δεν προχωρούν– και αν ήσαν σωστά σχεδιασμένες –που δεν είναι– το Μνημόνιο θα είχε το θετικό ότι δημιουργεί ευκαιρίες για αναγκαίες προσαρμογές και τις δρομολογεί κατά τρόπο ορθολογικό και εύτακτο.
Εν τούτοις, είναι εσφαλμένη η άποψη, κατά την οποία οι διαρθρωτικές αλλαγές θα οδηγήσουν από μόνες τους σε ταχεία αποκατάσταση των ρυθμών ανάπτυξης, και συνεπώς σε μεγαλύτερη φοροδοτική ικανότητα, που θα βγάλει τη χώρα από την κρίση ρευστότητας και θα αποκαταστήσει εντός διετίας την φερεγγυότητά της. Κι αυτό, για δύο λόγους: Πρώτον, διότι η ανάπτυξη είναι δυσχερής σε πλαίσιο φορολογικής καταστολής. Η χώρα διακρίνεται για τους εξαιρετικά υψηλούς συνολικούς φορολογικούς συντελεστές της και την τεράστια αβεβαιότητα ως προς τις φορολογικές υποχρεώσεις, που επιτείνεται όταν η επιβολή των ασαφών νομοθετικών διατάξεων αποκτά αστυνομοκρατική διάσταση και καταλήγει να επαφίεται στην διακριτική ευχέρεια των κάθε λογής «ράμπο» και «αδιάφθορων». Και δεύτερον, διότι και οι διαρθρωτικές αλλαγές θέλουν χρόνο για τη νομοθέτηση και την υλοποίησή τους.
Εν τέλει, το πρόβλημα έχει να κάνει με την αντιστροφή της λογικής σειράς ή αλληλουχίας (sequencing) των μέτρων προσαρμογής. Αντί να προηγηθεί μια συστηματική προσπάθεια για την ταχεία απελευθέρωση της οικονομίας από τα νομοθετικά και διοικητικά δεσμά της, την (κατ’ ανάγκην επιλεκτική) ανασυγκρότηση των ελεγκτικών και διοικητικών μηχανισμών του κράτους (π.χ., των εφοριών) και τον αναπροσανατολισμό των οικονομικών δραστηριοτήτων σε περισσότερο εξωστρεφή βάση, προκειμένου να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, με την δημοσιονομική προσαρμογή να έπεται και να στηρίζεται στην σωστά σχεδιασμένη μείωση δαπανών, ακολουθούμε την ακριβώς αντίστροφή πορεία. Πρώτα επιβάλουμε φορολογικά μέτρα, έπειτα μειώνουμε δαπάνες (κι αυτές αδιακρίτως, υπό την πίεση της ανεπάρκειας των εισπρακτικών μέτρων) και μόλις στο τέλος, υπό την απειλή της άρνησης εκταμίευσης των δόσεων του πακέτου στήριξης, προχωρούμε, πάντοτε με χαλαρούς ρυθμούς και πολλές παλινωδίες και υποσημειώσεις, στις διαρθρωτικές-μικροοικονομικές μεταρρυθμίσεις.
Αυτή η σειρά δεν είναι αποτέλεσμα μόνον των δικών μας επιλογών. Την ευθύνη για το ακολουθούμενο υπεραισιόδοξο και μη ρεαλιστικό μείγμα πολιτικής φέρουν σε μεγάλο βαθμό και οι δανειστές μας, που έβαλαν τη σφραγίδα τους στο Μνημόνιο. Κινήθηκαν ασφαλώς με γνώμονα τις δικές τους πολιτικές και οικονομικές προτεραιότητες, που δεν συμβαδίζουν κατ’ ανάγκην με τις αναγκαιότητες της ελληνικής οικονομίας. Παραβίασαν, όμως, έτσι τις ίδιες τους τις συστάσεις. Σε σημαντικό, ημιεπίσημο άρθρο τους, που δημοσιεύθηκε υπό τον τίτλο «Δέκα εντολές για δημοσιονομική προσαρμογή σε ανεπτυγμένες οικονομίες» λίγο μετά την υιοθέτηση του Μνημονίου, ο οικονομικός σύμβουλος του ΔΝΤ Olivier Blanchard και ο επικεφαλής της Διεύθυνσης Δημοσιονομικών Υποθέσεων Carlo Cottarelli τονίζουν ότι η δημοσιονομική διόρθωση απαιτεί να υπάρχει από την πρώτη στιγμή ένα αξιόπιστο μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό πρόγραμμα με ξεκάθαρους και φιλόδοξους στόχους. Ξεκαθαρίζουν, όμως, ότι η προσαρμογή δεν πρέπει να είναι εμπροσθοβαρής, παρά μόνον αν αυτό είναι αναπόφευκτο για χρηματοδοτικούς λόγους (αυτή είναι η «δεύτερη εντολή» των συγγραφέων). Αντιθέτως, η προσαρμογή καλό θα είναι να συμβαδίζει με διαρθρωτικά μέτρα που ενισχύουν την ανάπτυξη.
Η χώρα μας, ασφαλώς, αντιμετώπιζε χρηματοδοτικά προβλήματα, του είδους που κατά τους δύο ιθύνοντες του ΔΝΤ εμποδίζει την εφαρμογή της βέλτιστης πολιτικής. Αλλά μήπως ο σκοπός του πακέτου στήριξης δεν ήταν ακριβώς να επιλύσει το πρόβλημα ρευστότητας χωρίς να υπονομεύσει την μακροπρόθεσμη φερεγγυότητά μας; Και δεν θα έπρεπε, συνεπώς, να επιλέξουμε ένα άλλο μείγμα πολιτικής, περισσότερο συμβατό με την βέλτιστη αλληλουχία των μέτρων, και να το υλοποιήσουμε επιδεικνύοντας μεγαλύτερη επιμέλεια ως προς τις λεπτομέρειες των διαρθρωτικών αλλαγών σε μικροοικονομικό επίπεδο και μεγαλύτερη ευαισθησία στις αλληλεπιδράσεις των οικονομικών μεγεθών σε μακροοικονομικό;
* Ο Χρήστος Χατζηεμμανουήλ είναι δικηγόρος, καθηγητής Πανεπιστημίου Πειραιώς, επισκέπτης καθηγητής London School of Economics
αναδημοσίευση από: www.skai.gr
Αν για την πλειοψηφία των υποστηρικτών του το Μνημόνιο υπήρξε λύση ύστατης ανάγκης, προκειμένου «να εξακολουθήσει το κράτος μας να πληρώνει μισθούς και συντάξεις», για κάποιους άλλους μοιάζει με από μηχανής θεό, που καθιστά δυνατό να ληφθούν αποφάσεις δύσκολες αλλά αναγκαίες, και που θα οδηγήσει στην εξυγείανση της χώρας. Ελέχθησαν και λέγονται πολλά για την κρίση ως μία καλή ευκαιρία, που δεν πρέπει να πάει χαμένη. Ακούμε ξανά και ξανά ότι το Μνημόνιο αποτελεί την αποτύπωση ενός γενναίου μεταρρυθμιστικού προγράμματος, που η χώρα θα έπρεπε να έχει υλοποιήσει εδώ και χρόνια.
Για τους αισιόδοξους, οι μεταρρυθμίσεις θα οδηγήσουν σχεδόν αυτόματα σε αποτελεσματικότερη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς αγαθών, υπηρεσιών και εργασίας, μεγαλύτερη διεθνή ανταγωνιστικότητα, κι από εκεί σε ταχύτερη και βιώσιμη ανάπτυξη. Επί πλέον, χάρις στο Μνημόνιο, η χώρα θα απαλλαγεί από τα δεσμά του συντεχνιασμού, της προσοδοθηρίας, της διαφθοράς, της υποκατάστασης της οικονομίας από την πελατειακή συναλλαγή. Και πράγματι, αν οι μεταρρυθμίσεις προχωρούσαν –που δεν προχωρούν– και αν ήσαν σωστά σχεδιασμένες –που δεν είναι– το Μνημόνιο θα είχε το θετικό ότι δημιουργεί ευκαιρίες για αναγκαίες προσαρμογές και τις δρομολογεί κατά τρόπο ορθολογικό και εύτακτο.
Εν τούτοις, είναι εσφαλμένη η άποψη, κατά την οποία οι διαρθρωτικές αλλαγές θα οδηγήσουν από μόνες τους σε ταχεία αποκατάσταση των ρυθμών ανάπτυξης, και συνεπώς σε μεγαλύτερη φοροδοτική ικανότητα, που θα βγάλει τη χώρα από την κρίση ρευστότητας και θα αποκαταστήσει εντός διετίας την φερεγγυότητά της. Κι αυτό, για δύο λόγους: Πρώτον, διότι η ανάπτυξη είναι δυσχερής σε πλαίσιο φορολογικής καταστολής. Η χώρα διακρίνεται για τους εξαιρετικά υψηλούς συνολικούς φορολογικούς συντελεστές της και την τεράστια αβεβαιότητα ως προς τις φορολογικές υποχρεώσεις, που επιτείνεται όταν η επιβολή των ασαφών νομοθετικών διατάξεων αποκτά αστυνομοκρατική διάσταση και καταλήγει να επαφίεται στην διακριτική ευχέρεια των κάθε λογής «ράμπο» και «αδιάφθορων». Και δεύτερον, διότι και οι διαρθρωτικές αλλαγές θέλουν χρόνο για τη νομοθέτηση και την υλοποίησή τους.
Εν τέλει, το πρόβλημα έχει να κάνει με την αντιστροφή της λογικής σειράς ή αλληλουχίας (sequencing) των μέτρων προσαρμογής. Αντί να προηγηθεί μια συστηματική προσπάθεια για την ταχεία απελευθέρωση της οικονομίας από τα νομοθετικά και διοικητικά δεσμά της, την (κατ’ ανάγκην επιλεκτική) ανασυγκρότηση των ελεγκτικών και διοικητικών μηχανισμών του κράτους (π.χ., των εφοριών) και τον αναπροσανατολισμό των οικονομικών δραστηριοτήτων σε περισσότερο εξωστρεφή βάση, προκειμένου να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, με την δημοσιονομική προσαρμογή να έπεται και να στηρίζεται στην σωστά σχεδιασμένη μείωση δαπανών, ακολουθούμε την ακριβώς αντίστροφή πορεία. Πρώτα επιβάλουμε φορολογικά μέτρα, έπειτα μειώνουμε δαπάνες (κι αυτές αδιακρίτως, υπό την πίεση της ανεπάρκειας των εισπρακτικών μέτρων) και μόλις στο τέλος, υπό την απειλή της άρνησης εκταμίευσης των δόσεων του πακέτου στήριξης, προχωρούμε, πάντοτε με χαλαρούς ρυθμούς και πολλές παλινωδίες και υποσημειώσεις, στις διαρθρωτικές-μικροοικονομικές μεταρρυθμίσεις.
Αυτή η σειρά δεν είναι αποτέλεσμα μόνον των δικών μας επιλογών. Την ευθύνη για το ακολουθούμενο υπεραισιόδοξο και μη ρεαλιστικό μείγμα πολιτικής φέρουν σε μεγάλο βαθμό και οι δανειστές μας, που έβαλαν τη σφραγίδα τους στο Μνημόνιο. Κινήθηκαν ασφαλώς με γνώμονα τις δικές τους πολιτικές και οικονομικές προτεραιότητες, που δεν συμβαδίζουν κατ’ ανάγκην με τις αναγκαιότητες της ελληνικής οικονομίας. Παραβίασαν, όμως, έτσι τις ίδιες τους τις συστάσεις. Σε σημαντικό, ημιεπίσημο άρθρο τους, που δημοσιεύθηκε υπό τον τίτλο «Δέκα εντολές για δημοσιονομική προσαρμογή σε ανεπτυγμένες οικονομίες» λίγο μετά την υιοθέτηση του Μνημονίου, ο οικονομικός σύμβουλος του ΔΝΤ Olivier Blanchard και ο επικεφαλής της Διεύθυνσης Δημοσιονομικών Υποθέσεων Carlo Cottarelli τονίζουν ότι η δημοσιονομική διόρθωση απαιτεί να υπάρχει από την πρώτη στιγμή ένα αξιόπιστο μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό πρόγραμμα με ξεκάθαρους και φιλόδοξους στόχους. Ξεκαθαρίζουν, όμως, ότι η προσαρμογή δεν πρέπει να είναι εμπροσθοβαρής, παρά μόνον αν αυτό είναι αναπόφευκτο για χρηματοδοτικούς λόγους (αυτή είναι η «δεύτερη εντολή» των συγγραφέων). Αντιθέτως, η προσαρμογή καλό θα είναι να συμβαδίζει με διαρθρωτικά μέτρα που ενισχύουν την ανάπτυξη.
Η χώρα μας, ασφαλώς, αντιμετώπιζε χρηματοδοτικά προβλήματα, του είδους που κατά τους δύο ιθύνοντες του ΔΝΤ εμποδίζει την εφαρμογή της βέλτιστης πολιτικής. Αλλά μήπως ο σκοπός του πακέτου στήριξης δεν ήταν ακριβώς να επιλύσει το πρόβλημα ρευστότητας χωρίς να υπονομεύσει την μακροπρόθεσμη φερεγγυότητά μας; Και δεν θα έπρεπε, συνεπώς, να επιλέξουμε ένα άλλο μείγμα πολιτικής, περισσότερο συμβατό με την βέλτιστη αλληλουχία των μέτρων, και να το υλοποιήσουμε επιδεικνύοντας μεγαλύτερη επιμέλεια ως προς τις λεπτομέρειες των διαρθρωτικών αλλαγών σε μικροοικονομικό επίπεδο και μεγαλύτερη ευαισθησία στις αλληλεπιδράσεις των οικονομικών μεγεθών σε μακροοικονομικό;
* Ο Χρήστος Χατζηεμμανουήλ είναι δικηγόρος, καθηγητής Πανεπιστημίου Πειραιώς, επισκέπτης καθηγητής London School of Economics
αναδημοσίευση από: www.skai.gr
Σχόλια