Ο Τζίμης ο Εσπας...
ΤΟΥ ΠΑΝΟΥ ΘΕΟΔΩΡΙΔΗ
Το χωριό μας ήταν θλιμμένο και κακορίζικο. Παρόλο που καταγόμαστε από Ορέστες και Μολοσσούς, το μόνο υγρό στοιχείο ήταν μια γκιόλα πήχτρα στο κουνούπι, αλλά ενταγμένη στη συνθήκη Ραμσάρ, και είκοσι σπίτια κατοικημένα από συνταξιούχους και έναν αλητάμπουρα που έκανε χρόνια στη Γερμανία και στη φυλακή, όχι αναγκαστικά με αυτήν τη σειρά, τον Τζίμη τον Εσπα.
Τον λεγαμε έτσι επειδή μόλις άκουγε για «Εσπα» στην τηλεόραση, πριν μάθουμε την είδηση, αυτός την ξεφούρνιζε. Είτε ήταν για φράγμα, είτε για μουσείο, είτε για δημοτικό πανηγύρι, ο Τζίμης το προέβλεπε. Κι όταν τον ρωτούσαμε, έλεγε πως είχε κάνει Γερμανία και ήξερε τα κόλπα.
Καθώς το χωριό χτυπήθηκε από χρέη, μια με τα επιτηδεύματα και μια μέσω ΔΕΗ, λέγαμε να φύγουμε, διότι όλο το χωριό την περνούσε με είκοσι συντάξεις ΟΓΑ. Αλλο χωριό είχε πρόβατα, άλλο είχε γαμπρό βουλευτή, τα βόλευαν. Εμείς, μόνοι μας, με τους Μολοσσούς και τον Τζίμη.
Πριν φέρουμε πλατφόρμες να φύγουμε, ο Τζίμης είχε μια ιδέα. Ημασταν παραμεθόριοι, κοντά σε τριεθνές και πηγαινοερχόταν λάθρα κόσμος. Αυτοί έλεγαν πως εμείς οι Ελληνες ζητούσαμε λεφτά και δανεικά και μας έδιναν, ενώ εκείνοι ντιπ καταντίπ. Και ήθελαν να γίνουν αγαπητοί στους Γερμανούς, να τους δίνουν λεφτάκια.
Ο Τζίμης κανόνισε και οργάνωσε πανηγύρια. Αναλάβαμε να παίζομε τους χορευταράδες και τους μέθουες και να διδάξουμε και στους ξένους την τεχνική, ώστε να έρχονται οι Γερμανοί και να θαυμάζουν που είχαν δίκιο να μας θεωρούν χορευταράδες και να ζουλεύουν.
Στο πρώτο πανηγύρι, το έγραψε μια εφημερίς, η Βιλντ. Ητονε γερμανική. Μέσα στα Χριστούγεννα, είχαμε τριάντα τουρίστες. Αφού οι δύο κοιμήθηκαν στο στάβλο του μπαρμπα-Γκοριό. Μας είδαν επί τρεις μέρες. Περπατήσαμε σε κάρβουνα, χορέψαμε παρτάλο και μήλο μου κόκκινο και πίναμε νερό με γλυκάνισο αλλά το λέγαμε ρακή. Οι Γερμανοί ήπιαν τον άμπακο και ενθουσιάστηκαν. Εφαγαν λουκάνικο με πράσο που βρήκαμε φτηνά από τη Θεσσαλία. Αλλά λέγαμε πως το έφτιαξε η θείτσα η Νταρντάνα, η αρχαία.
Εκτοτε και κάθε μέρα πήξαμε στον τουρισμό. Αφηναν μέσες άκρες πενήντα ευρά ημερησίως έκαστος και ξοφλήσαμε όλα τα χρέη. Ηρθαν και γκόλντιν μπόγιες να καταλάβουν το μυστικό της επιτυχίας, αλλά είπε ο Τζίμης και τους διώξαμε. Να φύγιτι, να πάτι αλλού, τους λέγαμε με το ιδίωμα το δήθεν χωριάτικο. Ο Τζίμης ο Εσπας είχε μια άλλη ιδέα. Χτίσαμε με τσιμεντότουβλα και ελλενίτ ένα σαν χοιροστάσιο, το βάψαμε ασβεστί με λουλάκι και το λέγαμε «ξενώνα της οικολογίας». Ηταν φίσκα 350 μέρες το χρόνο. Για 15 μέρες το κρατούσαμε για συντήρηση. Σερβίραμε κόλυβα και σιρόν προς 6 ευρώ το κουπάκι.
Από τότε που ανέλαβε ο Τζίμης ο Εσπας πέρασαν δυο χρόνια και καζαντήσαμε παίζοντας τους μεθυσμένους χορευταράδες. Αφού τώρα το παιδί βάλθηκε να μας μάθει χαλιγκάλι, σέικ και μποστέλα για να μαζεύουμε και Εγγλέζους ροκάδες.
ΠΗΓΗ; εφημερίδα ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Σχόλια