Η μεγαλύτερη αθλιότητα στους Ολυμπιακούς του Λονδίνου δεν διαπράχθηκε από Άγγλους αλλά από Έλληνες
του Γιάννη Σιδηρόπουλου
Για την Τελετή Έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων, είναι ανάγκη να επισημανθούν ορισμένα ζητήματα για να μην δημιουργούνται λανθασμένες εντυπώσεις καθώς ήδη η γραφική αντίληψη ότι όταν «ο Έλληνας έκανε θαύματα αυτοί ήταν στα δέντρα», βρήκε την ευκαιρία να εκφραστεί μέσα από τον ψευτοσωβινισμό του χρεωκοπημένου Έλληνα, αμέσως μετά την τελετή και εν μέσω αληθινών και ψευδών φημών γύρω από το πόσο μας υποτιμούν.
Φυσικά και επρόκειτο για μια κιτς τελετή, κατώτερη των περιστάσεων και φυσικά δεν μπορεί να αγγίξει σε κάτι αυτήν της Αθήνας που είναι πια ένα άπιαστο ιδεώδες, παρακαταθήκη ποίησης, εικόνων και ιδεών που μπόρεσε να δημιουργήσει – μέσα στη σάχλα και την επίδειξη νεοπλουτισμού του 2004- ο Έλληνας δημιουργός. Αλλά μέχρι εκεί.
Δεν είναι ανάγκη να συγκρίνουμε, να«μετράμε» όλη μέρα τις «τελετές» μας για να δούμε ποιος την έχει «καλύτερη», γιατί κανείς δεν ζήτησε και δεν ζητάει από τους διοργανωτές όλων των αγώνων να κάνουν εφάμιλες τελετές με την γενέτειρα των Αγώνων, είτε γιατί είναι άδικο, είτε γιατί θέλουν άλλα στοιχεία να εκφράσουν. Έτσι κι αλλιώς το δικό μας παρελθόν συμπίπτει με αυτό τον Αγώνων και ήταν αναγκαστική και προφανής η επιλογή να προτάξουμε την επιστροφή στα ολυμπιακά ιδανικά και με τρόπο έξοχο, ενώ όλων των υπολοίπων όχι. Όσο για την εμπορευματοποίηση, η ίδια ήταν σε μας όσο και σε αυτούς.
Πράγματι, οι Άγγλοι ήθελαν να ξεφύγουν λίγο, να δώσουν άλλα πράγματα, ήταν κάτι που έκαναν με χαλαρότητα, χιούμορ και αυτοσαρκασμό αλλά συνέβη να το «χάσουν» στην πορεία γιατί δεν υπήρχε μια κεντρική ιδέα, μια βασική ανάγνωση που να διαθέτει «πάθος». Τουλάχιστον δεν μπορεί κανείς να τους προσάψει ότι είχαν κάποια μανία ή κάποιο σύμπλεγμα να αποδείξουν με αυτή την τελετή κάποια ανωτερότητα, όπως ίσως είχαμε εμείς το 2004, ενδεχομένως και δικαιολογημένα όταν, ανέλπιστα, τα καταφέραμε, ενώ στα περισσότερα αποτύχαμε τότε (και να που βρισκόμαστε σήμερα)
Και όπως έγινε αντιληπτό ακόμη και στο αθλητικό γεγονός, όπως μαρτυρούσε και η άστοχη φιλοφρόνηση του Ζακ Ρόγκ για το «σπίτι» των ΟΑ, μέχρι να αποδειχθεί πόσο απατηλή δικαιολογία είναι το ευφυολόγημα «των κακών και τεμπέληδων Ελλήνων», θα είμαστε παρίες για την Ευρώπη.
Και δεν θα μας βοηθάει να επικαλούμαστε τα πρόσφατα ή τα απώτερα κατορθώματα των Ελλήνων προσπαθώντας να αποδείξουμε στους εαυτούς μας ότι δεν ξοφλήσαμε. Παρότι το οικονομικό ζήτημα της εποχής για την Ευρώπη δεν οφείλεται τόσο πολύ στο σύγχρονο τύπο του Έλληνα αλλά σε γενικότερες ισοροπίες, εντούτοις όσο και να προσπαθήσουμε να «πουλήσουμε τσολιαδάκια στην Πλάκα» ή ένδοξο παρελθόν, αυτό δεν θα διαγράψει ότι ο νεοέλληνας είναι ένα κακέκτυπο του ένδοξου προγόνου του.
Ας ασχοληθούμε λίγο με τους άθλιους Έλληνες παράγοντες που εκτός από το δωρεάν ταξιδάκι για να κάνουν δουλειές και δημόσιες σχέσεις με τους ευρωπαίους αριστοκράτες και όσους «φιλοξενούν» τα αδήλωτα εκατομμύριά τους, είχαν το απίστευτο θράσος να παρελάσουν πρώτοι, κρύβοντας τους αθλητές από πίσω τους, αποδεικνύοντας ότι ο αθλητισμός και ο ολυμπισμός – όπως φαίνεται πιο έντονα στους Έλληνες που γέννησαν τις αξίες- είναι ένα πρόσχημα για να χαριεντίζεται η κιτς αριστοκρατία της Υφηλίου και να κάνει μπίζνες στις πλάτες μας.
Αυτή ήταν η μεγαλύτερη αθλιότητα της Τελετής . Η μεγαλύτερη ασέβεια στο Ολυμπιακό Πνεύμα δεν διαπράχθηκε από Βρεττανούς, ούτε από τον Ζ. Ρογκ, αλλά από Έλληνες.
Πηγή xanthipress.gr
Σχόλια