Η ανικανότητα ως πολιτικό εργαλείο. Του Δημήτρη Α. Σεβαστάκη
Η ανικανότητα δεν είναι μόνο μειωμένη ικανότητα, αλλά ειλημμένη και επεξεργασμένη πολιτική επιλογή. Οι ελληνικές ποικιλίες ομάδων εξουσίας πρέπει να είναι επινοητικές και καπάτσες στην κάρπωση, τον σφετερισμό του δημόσιου πολιτικού αγαθού, αδίστακτες στην εξόντωση του αντιπάλου, αλλά πρέπει να είναι νωθρές, εθελόδουλες και διεφθαρμένες, στη δουλειά για την οποία προορίζονται: την άσκηση και παραγωγή με πολιτικά μέσα, διοικητικού έργου.
Που σημαίνει ότι δεν είναι ακριβώς ανικανότητα αυτό που τις διατρέχει, αλλά μια επαρκής, επιβλητική και σχεδιασμένη ανεπάρκεια. Το ότι δηλαδή τα τελευταία χρόνια αποκαλύφθηκε ότι το προσωπικό των κομμάτων, ή των υποομάδων εξουσίας, έχει αυτή την εξαιρετική αδυναμία, ένα παραλυτικό τρακ, τρέμουλο ώστε να διαχειριστεί τα πράγματα, τα απλά πράγματα καθημερινής διοικητικής λειτουργικότητας, μέχρι τα σύνθετα θέματα στρατηγικής, αυτό δεν σημαίνει ότι κτίζονται οι άνθρωποι των εξουσιαστικών ελίτ, στο ανεπάγγελτο ή ατάλαντο, αλλά ότι οργανώνουν την καριέρα τους σε μια βαθιά και επιλεκτική αβουλία. Έτσι επιλέγονται από το σύστημα, αυτό το χαρακτηριστικό είναι το προεξάρχον για την καριέρα τους. Το βλέπουμε π.χ. τώρα όπου δεν μπορούν να κάνουν κιχ, να αντιτείνουν ελάχιστη λογική, μπροστά σε ένα (γραφειοκράτη και απολύτως αδιάφορο για αποτέλεσμα) τροϊκανό υπάλληλο, αλλά μπορούν να υπογράψουν αποφασιστικά, αστόχαστα και φανατισμένα μια απόφαση για την Αγροτική Τράπεζα, δηλαδή για την ουσιαστική ιδιωτικοποίηση της υποθηκευμένης αγροτικής γης.
Αυτή η διαβαθμισμένη διπροσωπία, καχεξία και επιθετικότητα συγχρόνως, που την ονομάζουμε συνήθως ανικανότητα, τελικά και εκ του αποτελέσματος, είναι μια εξυπηρετική και σχεδιασμένη πλαδαρότητα. Είναι απαιτητό από έναν πολιτικό καριέρας να είναι ευλύγιστα και τουμπαριστά αργός και γρήγορος συγχρόνως. Να είναι μείγμα αδύναμης συνθετικής βούλησης, αλλά σιδερένιας και υπάκουης αποφασιστικότητας π.χ. να συγκρουσθεί «με τις συντεχνίες». Η ανάδειξή του κατ΄ αρχήν στο κόμμα, στην συνέχεια στις κρατικές δομές, βασίζεται στην εμπρόθετη και ενσυνείδητη νωθρότητά του. Η ελληνική κοινωνία εισέρχεται κλασματικά και κατρακυλώντας στη μετανεωτερικότητα μέσα από τους πολιτικούς τυχοδιωκτισμούς της ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας, μέσα από την εκβιασμένη οικονομική δανειοληπτική στρέβλωση που θεμελίωσε ο Κώστας Σημίτης, μέσα από την πολυετή και εγκληματική αποπαραγωγικοποίηση που έστησε τη δουλεία πολύ πριν την κρίση του 2009, μέσα από τη πυκνή κατίσχυση του life style και την ακόλουθη, κατακλυσμιαία εκπτώχευση της μεσαίας τάξης.
Όλα συνέβησαν γρήγορα και αντινομικά, αφού στην Ελλάδα δεν ωριμάζουν οι συνθήκες, δεν κυοφορούνται μακρές, γενετικές τροποποιήσεις των κοινωνικών ανασυγκροτήσεων, αλλά βίαιες κανονιστικές εισροές ή εισβολές. Οι ελληνικές πολιτικοοικονομικές ελίτ, προσδένονται στον αυτόματο πιλότο ενός υπέρτερου θεσμικού και πολιτιστικού συστήματος (της νεοφιλελεύθερης Ευρωπαϊκής Ένωσης αυτή την περίοδο), δεν έχουν την ιστορική πολυτέλεια, ούτε τα εποπτικά και νοητικά εργαλεία να συγκροτήσουν θέσεις οικονομική θεωρία, πολιτικό αφήγημα, αλλά σε μια μικροσκοπική αυτοσυντήρηση, γίνονται οι απλοί ακόλουθοι.
Η μετανεωτερικότητα «αντιλαμβάνεται τον κόσμο ως απρόοπτο, αβέβαιο, αθεμελίωτο, ανόμοιο, ασταθή και ακαθόριστο, μια σειρά από μη ενοποιημένους πολιτισμούς ή ερμηνείες», η μετανεωτερικότητα συγκρούεται με τα κοινωνικά πρότυπα -απότοκα του Διαφωτισμού που είναι απελπιστικά καθηλωτικά για τη νέα συνθήκη του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, «του εφήμερου, αποκεντρωμένου κόσμου της τεχνολογίας» (Ίγκλετον).
Ο Παπανδρέου λοιπόν και η πολιτικο-φιλική ομάδα του αλλά κυρίως ένα φαινόμενο που θα το έλεγα ως « γεωργακισμό», με την υγιεινολογική και ηθικιστική υστερία γύρω από τα «ελαττώματα της φυλής», έκρυψε αυτό που πράγματι συνέβη: τη χοντροκομμένη έλευση και από την πίσω πόρτα, αυτού που ο Λας εντόπιζε πριν από 17 χρόνια: «...ο εκδημοκρατισμός της αφθονίας -η προσδοκία ότι κάθε γενιά θα απολαμβάνει βιοτικό επίπεδο υψηλότερο από τους προκατόχους της- έχει αναστραφεί με αποτέλεσμα να αρχίσουν να αναεγκαθιδρύονται παμπάλαιες ανισότητες, μερικές φορές με τρομακτικό ρυθμό, μερικές φορές τόσο σταδιακά που να είναι αδιόρατες». Έτσι το νέο πολιτικοσυγκροτησιακό σχήμα: όλο και μεγαλύτερο μέρος του εθνικού προϊόντος να πηγαίνει σε πιστωτές, είναι συνεπέστατο με τις συστροφές σε παγκόσμιο επίπεδο, των προηγούμενων δεκαετιών, της μετάβασης δηλαδή από τον παραγωγικό στον φορμαλιστικό καπιταλισμό.
Οι ελληνικές πολιτικές ελιτ με την εκπαιδευμένη αβουλία τους έγιναν το όχημα μιας βίαιης, μεταχρονολογημένης εξάρθρωσης, όχι μόνο της οικονομίας, αλλά κυρίως της ανθρωπιστικής και συλλογικής πεποίθησης. Αυτή η μαζική αναθεώρηση κάθε προοδευτικού προτύπου και κληρονομιάς, κάθε ρυθμιστικού μετριασμού, κάθε ισορροπίας κοινωνικών ομάδων και ετεροτήτων, διαμορφώνει και επηρεάζει και τις ποιότητες του λεγόμενου «λαϊκού κινήματος». Συχνά λομπίστικες λογικές θέλουν απλώς μερίδιο ισχύος και όχι κοινωνική δικαιοσύνη. Στην ανεπάρκεια των ελίτ αντιστοιχεί μια ποιοτική απομείωση και πλευρών του λεγόμενου κινήματος. Αυτό που φαίνεται κεντρικό επίδικο αίτημα για τη Νέα Αριστερά, δεν αφορά μόνο την πολιτική, παραταξιακή ενοποίησή της, αλλά την αναμόρφωση των πολιτικών και πολιτιστικών κωδίκων και χαρακτηριστικών του κινήματος. (Θα επανέλθω στο θέμα).
*Ο Δημήτρης Α. Σεβαστάκης είναι ζωγράφος, επ. καθηγητής ΕΜΠ
Πηγή: Αυγή
Σχόλια