Ελλάδα 2012.
του Θόδωρου Πελεκανίδη
ΠΗΓΗ: http://ilesxi.wordpress.com/
Ελλάδα 2012. Ένα μέρος και μια χρονολογία φτάνουν για να δώσουν ένα μικρό έστω στίγμα μιας κατάστασης; Αλήθεια, τι συμβαίνει στην Ελλάδα το 2012; Φυσικά δε δύναμαι να παίξω τον ρόλο παντογνώστη και να δώσω κάποια πλήρη απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Θα ήθελα όμως να παραθέσω ορισμένες σκέψεις που ίσως να συμβάλουν ως ένα μικρό λιθαράκι στο ξεδιάλυμα ενός ομολογουμένως ομιχλιασμένου τοπίου.
Λαθραίοι μετανάστες, στρατόπεδα συγκέντρωσης, προγράμματα λιτότητας, περικοπές, αυτοκτονίες, έλλειψη φαρμάκων, διάλυση του (κατ’ όνομα έστω) κοινωνικού κράτους, ιδιωτικοποιήσεις, χρέος, φασίστες. Λέξεις και φράσεις που πριν από πέντε χρόνια δε θα καταλάμβαναν παρά ένα ελάχιστον ποσοστό στο λεξιλόγιο του κατοίκου αυτής εδώ της γωνιάς του πλανήτη έχουν γίνει σήμερα έννοιες με ιδιαίτερο περιεχόμενο, μέρος της καθημερινότητάς μας με μεγάλο ειδικό βάρος και κουβαλούν τόση αρνητικότητα που αρκεί για να καταστρέψει την ψυχολογία – ευάλωτη από τα πολλά χρόνια επίπλαστης καλοπέρασης – του πάλαι ποτέ χαζοχαρούμενου Έλληνα.
Αυτό βέβαια αποτελεί μια μόνο προοπτική του όλου φαινομένου. Γιατί αυτή η τομή μεταξύ του χαζοχαρούμενου και του χαζο-λυπημένου Έλληνα ίσως να μην είναι και τόσο μεγάλη όσο φαίνεται. Ο «κακός Αλβανός» ή ο «τρομακτικός Ρωσοπόντιος» μπορεί να εξελίχθηκαν σε «λαθραίο Πακιστανό», οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις της εποχής Σημίτη να πήραν την μορφή μαζικών περικοπών από τις «κυβερνήσεις εθνικής συνεργασίας», η ρουτινιάρικη μιζέρια της άχρωμης καθημερινότητας να οδήγησε, όταν δυσκόλεψαν τα πράγματα, σε αυτοκτονίες, το κοινωνικό κράτος να αποφάσισε να διαλυθεί γρηγορότερα από όσο το προόριζαν πριν το 2008, το χρέος να έγινε αρκετά πιο επιτακτικό λόγω της κρίσης και η πρώτη απαλή εικόνα του ακροδεξιού ελληνικού πνεύματος υπό την σημαία του ΛΑ.Ο.Σ. να έδωσε τη θέση της στην αυθεντική ελληνική εκδοχή της δυναμικής κραυγαλέας ηλιθιότητας – κατά κόσμον φασισμού, όμως η συνέχεια που υπάρχει μεταξύ των δύο περιόδων είναι κάπως ύποπτη.
Μέσα από ένα τέτοιο πρίσμα μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η σημερινή κατάσταση είναι αρκετά πιο ξεκάθαρη από ό,τι στην αρχή της περιόδου της κρίσης, με την έννοια ότι όλο και περισσότερο πλησιάζουμε στην λογική κατάληξη των όσων συνέβαιναν τα προηγούμενα χρόνια, χωρίς κανείς ουσιαστικά να τους δίνει πραγματική σημασία. Το θολό, βαρετό θα μπορούσαμε να πούμε τοπίο της επιφανειακής ουδετερότητας απέκρυπτε τα πιο κύρια στοιχεία της ταξικής πάλης, η οποία βέβαια ποτέ δε σταμάτησε να εκτυλίσσεται. Αυτή η αίσθηση της κοινωνικής αδράνειας, του «δε συμβαίνει τίποτα» ήταν λογικό να μην εγείρει ερωτήματα σχετικά με το πού πάει επιτέλους αυτή η χώρα/ αυτός ο πλανήτης/ αυτός ο γαλαξίας κτλ. Το «Ελλάδα 2005» δύσκολα θα γινόταν πρώτος τίτλος σε μελλοντικό επίδοξο εκδότη ιστορικών βιβλίων, όχι επειδή το 2005 δε γινόταν τίποτα, αλλά επειδή όλα όσα συνέβαιναν δεν μπορούσαν να βγουν στην επιφάνεια όπως πραγματικά ήταν. Έτσι, η ελληνική περίπτωση (κι όχι μόνο αυτή) αποκτά τις διαστάσεις λακανικού «συμπτώματος», όπου η διαρκής νεκρωμένη συνήθεια, συνήθεια που προσέφερε μια αντιφατική οδυνηρή ηδονή, δεν μπορεί να εξηγηθεί παρά μόνο στο πλαίσιο των μελλοντικών συνεπειών της, τμήμα των οποίων αποτελεί η πραγματικότητα που βιώνουμε σήμερα.
Τι είναι λοιπόν όλες αυτές οι στιγμές τραγικού μεγαλείου που διανύει η Ελλάδα αν όχι τα αναπόδραστα αποτελέσματα της υιοθέτησης ενός πολιτικού προγράμματος απόλυτα προσαρμοσμένου στα καπιταλιστικά – νεοφιλελεύθερα πλέον – πρότυπα; Η απόρριψη της μεταπολίτευσης γίνεται καθημερινά από τα δεξιά (δε χρειάζεται να επεκταθώ παραπάνω σε αυτό), ελάχιστα όμως προβάλλεται ως κριτική από τα αριστερά. Η εικόνα που περνάει στο ευρύ κοινό, πέρα από τις μεγαλόστομες θεωρητικολογίες, είναι ότι η αριστερά επιθυμεί απλά την επιστροφή στην προ των μνημονίων εποχή, την επιστροφή των κεκτημένων των εργαζομένων. Κι αυτό δεν είναι μόνο αποτέλεσμα της οπορτουνιστικής πολιτικής που ακολουθεί σήμερα ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α, αν και πλέον οι ευθύνες που του αντιστοιχούν είναι μεγάλες, αλλά αποτελεί ένα βάρος που κουβαλάει ολόκληρη η αριστερά στην Ελλάδα. Γιατί μέσα σε αυτή την περιγραφόμενη παραπάνω συνέχεια υπάρχει σαφής ποιοτική αλλαγή, την οποία ναι μεν αντιλαμβανόμαστε (η αριστερά πάντοτε) αλλά κάνουμε σαν να μην μπορούμε να την αντιμετωπίσουμε στην πράξη. Τη στιγμή που η δεξιά και κυρίως τα ακραία της στοιχεία, κάνουν άλματα στο οργανωτικό κομμάτι της δράσης τους, έχοντας, προς έκπληξη μας (ίσως διότι τσαλαπατούν τα περί «θεωρητικής ανωτερότητας της αριστεράς»), δείξει ότι αφουγκράζονται τα γεγονότα, άσχετα με το ποια θεωρία τους κινεί σε αυτό, η αριστερά φαίνεται εγκλωβισμένη.
Αυτός ο εγκλωβισμός οφείλεται εν πολλοίς στο γεγονός ότι αυτά «εμείς τα ξέραμε» και στο σύνδρομο του «εμείς τα λέγαμε», το οποίο αποτελεί αναμφίβολα μια ηθική δικαίωση. Όταν όμως ακούγαμε για χρόνια τη θρυλική πλέον φράση «τι προτείνει επιτέλους η αριστερά; Τον Στάλιν;» ίσως θα έπρεπε πέραν του αρχικού μειδιάματος να αναλογιζόμασταν και την αλήθεια που η ερώτηση αυτή έκρυβε. Γιατί δυστυχώς όλη αυτή η αδράνεια επηρέασε κι εμάς. Και κάποια στιγμή πρέπει να το δούμε αυτό σε όλο του το εύρος. Καμιά νομοτέλεια δεν εγγυάται ότι τα μηνύματα της αριστεράς που δεν έπιασαν πριν από την κρίση θα πιάσουν και θα γίνουν κατανοητά τώρα. Για αυτό, τα μηνύματα είναι τα ίδια, ο τρόπος έκφρασής τους όμως απαιτεί αλλαγές, απαιτεί ενεργητικότητα, συνέπεια και πολλές φορές και αυτοθυσία.
Αυτό ίσως γεννά ένα αίσθημα αδικίας, μια γκρινιάρικη νότα, κάπως δικαιολογημένα. Γιατί ενώ επιβεβαιωνόμαστε κανείς δεν μας ακούει; (γιατί αυτός έχει 2 σοκολάτες κι εγώ καμία;) Γιατί ο ταξικός λόγος μένει διαρκώς έξω από τη συζήτηση;
Για να απαντήσουμε σε αυτό πρέπει πρώτα να θυμηθούμε: το ότι η εξήγηση του παρελθόντος απαιτεί τα εργαλεία του παρόντος δε σημαίνει ότι το δεύτερο μπορεί να κατανοηθεί ερήμην του πρώτου. Η μεγάλη απάτη της μικροαστικής σκέψης, που κατά προσφιλή της συνήθεια εξιδανικεύει τα «παλιά καλά χρόνια» και δαιμονοποιεί τα όσα βιώνει απομονώνοντάς τα από τον ιστορικό τους παράγοντα, περιπλέκει πολύ τα πράγματα στο πρακτικό επίπεδο. Η κοινή γνώμη αρνείται να δει, ακριβώς λόγω αυτής της απάτης, την συνέχεια των γεγονότων και αρκείται στο να κατηγορεί συγκεκριμένα πρόσωπα και καταστάσεις (πολιτικούς, λαθρομετανάστες, την αριστερά που δεν ενώνεται, την γειτόνισσα που παίρνει δυο συντάξεις) μεταβάλλοντας ασυνείδητα το τοπίο του πολιτικού παιχνιδιού. Έτσι, το θάψιμο των ταξικών αντιθέσεων μέσα σε μια περίοδο καπιταλιστικής ευημερίας (λέμε τώρα) παραμένει θαμμένο, μακριά από τα μάτια των θυμάτων τους και κατά την περίοδο της κρίσης, καθώς ποδοπατείται ανελέητα από κάθε είδους προπαγανδιστικούς μηχανισμούς της αστικής τάξης που κομπάζουν ότι βρίσκουν ενόχους τους πάντες, εκτός από αυτούς που πραγματικά ευθύνονται, δηλαδή τους εκπροσώπους του μεγάλου παγκόσμιου κεφαλαίου. Η σημασία του πρότερου αριστερού λόγου ουσιαστικά εκμηδενίζεται. Το παρελθόν χάνει τη σημασία που έχει για το παρόν.
Το ζήτημα σήμερα είναι να πιάσουμε τις άκρες αυτού του νήματος και να το ξετυλίξουμε. Αυτό όμως αποτελεί απλώς μια κοινότυπη προτροπή. Σε αυτή τη διαδικασία δεν πρέπει να ξεχνάμε τον πιο κύριο παράγοντα σε όλες αυτές τις εξελίξεις, δηλαδή τους ίδιους τους διαμορφωτές της ιστορίας. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι παντού υπάρχει το ανθρώπινο δυναμικό που μπορεί και θέλει να βγει από αυτή την κρίση, που γνωρίζει ή θέλει να γνωρίσει το ταξικό του συμφέρον, που επιθυμεί να απαλλαγεί από την δουλεία του καπιταλισμού. Και δεν πρόκειται για δυο τρεις γνωστούς διαβασμένους αλλά για την μεγάλη μάζα των ανεξαρτήτου εθνικότητας κατοίκων αυτής της χώρας (όπως κι όλων των χωρών), ανθρώπους που, ζώντας κι αυτοί τη δική τους «συνέχεια» βυθίζονται ολοένα στον βούρκο της νέας μεγαλύτερης και πιο «δυναμικής» μιζέριας που τους ρίχνουν χωρίς να τους ρωτήσουν. Σε αυτούς τους ανθρώπους η αριστερά οφείλει να δώσει το χέρι και να τους βοηθήσει να πατήσουν ξανά στα πόδια τους. Κι αυτό δεν είναι απλώς μια χιλιοεκφρασμένη επιθυμία. Είναι μια αναγκαιότητα που δεν προκύπτει απλά από μια φετιχοποιημένη αυτοκριτική, αλλά από τις δύσκολες στιγμές που προμηνύονται για την αριστερά και για τις υποτελείς στο κεφάλαιο τάξεις, αν δεν εντατικοποιήσουμε τη δράση μας.
ΠΗΓΗ: http://ilesxi.wordpress.com/
Σχόλια