Τέσσερις ηθικές σκέψεις για τους δικαστές και τις αμοιβές τους
Tου Στεφανου Κασιματη |
Σκέψη πρώτη. Στις σύγχρονες, συνταγματικά περιορισμένες δημοκρατίες, ιδίως όσες διαθέτουν διάχυτο και παρεμπίπτοντα έλεγχο συνταγματικότητας, ισχυρότερη των τριών εξουσιών είναι η δικαστική. Ο δικαστής έχει τον τελευταίο λόγο για το τι θα ισχύσει ως δίκαιο. Τούτο σημαίνει ότι ο δικαστής έχει τη θεσμική δυνατότητα να επιβάλει τη θέλησή του στην κοινωνία - μάλιστα να την επιβάλει ως «δίκαιο». Ας ακυρώσει λοιπόν τις περικοπές του μισθού του. Ας τον αυξήσει, μάλιστα, ενδεχομένως. Σχεδόν κανείς δεν μπορεί κατά νόμο να τον εμποδίσει. Θα πληρώσουν οι υπόλοιποι. Μπορεί όμως κανείς να αναρωτηθεί με ποιο ηθικό κύρος θα ανέβει έπειτα στην έδρα να δικάσει τον συνταξιούχο, τον άνεργο, τον υπάλληλο, τον εργάτη, αυτούς δηλαδή που θα υποφέρουν ακόμη περισσότερο για να διατηρήσει αυτός τα προνόμιά του. Σκέψη δεύτερη. Ακούγεται το επιχείρημα ότι η περικοπή των μισθών των δικαστών διακυβεύει την ανεξαρτησία τους. Να ένα επιχείρημα που προσθέτει προστυχιά στην ανηθικότητα. Είναι λοιπόν, τελικά, αποτιμητή σε χρήμα η ανεξαρτησία του δικαστή; Εισέρχεται ο δικαστής στο σώμα συνάπτοντας ένα συμβόλαιο με την κοινωνία της μορφής: «υπόσχομαι να είμαι αδέκαστος αν με πληρώνετε αρκετά»; ΄Η μήπως η ανεξαρτησία ήθους δεν είναι απόλυτη προϋπόθεση για να γίνει κανείς δικαστής, όσο είναι -αν όχι περισσότερο- το να γνωρίζει νομικά; Οποιος δεν διαθέτει αδιαπραγμάτευτα ανεξάρτητο ήθος απλούστατα δεν έπρεπε κατ’ αρχάς να επιλέξει το λειτούργημα ή οφείλει να παραιτηθεί. Σκέψη τρίτη. Συγκρίνονται οι μισθοί των δικαστικών με τους μισθούς άλλων εργαζομένων και βρίσκονται να υστερούν. Η κοινωνία δικαιούται και, ενδεχομένως, οφείλει να αμείβει ορισμένα έργα περισσότερο από άλλα, ιδίως όταν η διαφοροποίηση δικαιολογείται από το όφελος το οποίο αποκομίζει το κοινωνικό σύνολο από τα συγκεκριμένα έργα. Ομως σε κανένα μέρος του κόσμου κανείς δεν γίνεται δικαστής για να πλουτίσει. Μεγάλο μέρος της ανταμοιβής του δικαστή συνίσταται στο κύρος του λειτουργήματός του και στην ικανοποίηση που αντλεί από την ίδια τη φύση του έργου που επιτελεί. Οσοι προτιμούν ένα μεγάλο εισόδημα από την ικανοποίηση του δικάζειν μπορούν να επιστρέψουν στη δικηγορία. Σκέψη τέταρτη. Ας ξαναπιάσουμε τον συλλογισμό περί της κοινωνικής ωφελιμότητας κάθε έργου και της αντίστοιχης αμοιβής του. Οταν απαιτώ οφείλω να μετρώ τι προσφέρω. Είναι ικανοποιημένοι οι δικαστές μας από την απόδοση της ελληνικής δικαιοσύνης; Δεν είναι υπερβολή να υποστηρίξει κανείς πως αν οι δικαστές μας έκαναν καλά και έγκαιρα τη δουλειά τους, η χώρα δεν θα είχε περιέλθει στην κρίση στην οποία βρίσκεται σήμερα. Οι απατεώνες θα ήσαν έγκαιρα στη φυλακή, η ασφάλεια συναλλαγών και η ταχεία επίλυση των διαφορών θα επέτρεπαν την εδραίωση ενός υγιούς επιχειρηματικού κλίματος, αδικαιολόγητες μισθολογικές και άλλες ευνοϊκές ρυθμίσεις θα είχαν καταπέσει. Με λίγα λόγια θα είχε εξοικονομηθεί πολύ χρήμα. Οι δικαστές ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό για τις συνθήκες που καθιστούν σήμερα αναπόφευκτη τη μείωση των μισθών τους. Δεν δικαιούνται να διαμαρτύρονται. Η λευκή απεργία δεν είναι απλώς παράνομη. Είναι πρωτίστως ανήθικη... Και τώρα έφθασε η στιγμή να σας πω ότι το παραπάνω κείμενο εγράφη από διακεκριμένο νομικό εγνωσμένου κύρους, ο οποίος μου έκανε την τιμή να το εμπιστευθεί στη στήλη, υπό την προϋπόθεση ότι δεν πρόκειται να δημοσιοποιηθεί η ταυτότητά του. Κατά την επίδοση, τον ρώτησα -δήθεν αθώα- αν πρέπει να ερμηνεύσω το αίτημα της ανωνυμίας ως ένδειξη αμφιβολιών περί την ανεξαρτησία του ήθους των δικαστών. Εκανε ότι δεν άκουσε την ερώτηση και αυτό δεν με εξέπληξε καθόλου.
www.kathimerini.gr
|
Σχόλια