Φυγή προς τα εμπρός με το δόγμα «νόμος και τάξη»
του Σταύρου Λυγερού
ΕΙΝΑΙ ΙΣΤOΡΙΚΑ αποδεδειγμένο πως, όταν ζορίζουν τα πράγματα, όταν οι κυβερνήσεις χάνουν τα ερείσματά τους στην κοινωνία καταφεύγουν στο ύστατο ιδεολογικό όπλο κάθε εξουσίας, στην προβολή του δόγματος «νόμος και τάξη». Εχοντας μετατραπεί σε εφαρμοστή της πολιτικής του μνημονίου, η κυβέρνηση Σαμαρά έχει στρέψει -όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις- τη μεγάλη πλειονότητα των πολιτών εναντίον της.
Για να μετατοπίσουν σε πιο ευνοϊκό πεδίο το κέντρο βάρους της πολιτικής αντιπαράθεσης, οι επιτελείς του Μαξίμου δεν έχουν μόνο υψώσει τη σημαία του νόμου και της τάξης. Εχουν υιοθετήσει μία επιθετική ιδεολογικοπολιτική τακτική εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ. Πυρήνας αυτής της τακτικής είναι η απαίτηση να καταδικάζεται η βία απ’ όπου κι αν προέρχεται. Τον κατηγορούν ότι, ενώ καταδικάζει σκληρά τη βία της Χρυσής Αυγής, ανέχεται την αριστερή βία.
Η κατηγορία δεν είναι παντελώς αβάσιμη. Πράγματι, η Αριστερά τηρεί παραδοσιακά μία επαμφοτερίζουσα σχέση με την πολιτική βία. Δεν θα μπορούσε να συμβαίνει και διαφορετικά. Ιστορικά, η Αριστερά ήταν μία δύναμη ανατροπής και, ως εκ τούτου, η αποδοχή της βίας των μαζικών κινημάτων είναι εγγεγραμμένη στο ιδεολογικό της γονίδιο. Είναι αλήθεια ότι αναπτύχθηκαν και εκφυλιστικά φαινόμενα ανοχής της βίας οργανωμένων ομάδων που υψώνουν ακροαριστερή ή αντιεξουσιαστική σημαία.
Είναι αξιοσημείωτο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει σήμερα περιέλθει στη θέση του απολογουμένου. Ο λόγος είναι ότι με την αμέριστη υποστήριξη των κατεστημένων ΜΜΕ έχει κυριαρχήσει η βολική για κάθε καθεστώς και κάθε εξουσία ιδεολογική αντίληψη ότι κάθε είδους βία πρέπει να είναι πολιτικά καταδικαστέα και ποινικά κολάσιμη. Οπως είπε ο Δένδιας, αυτό ισχύει όχι μόνο για τη βόμβα και το γκαζάκι, αλλά και για το γιαούρτωμα.
Η κυβέρνηση επιχειρεί να εμφανίσει την αξιωματική αντιπολίτευση όχι ως ένα αντίπαλο κόμμα με διαφορετική ιδεολογία και πολιτική, αλλά σαν κόμμα περιορισμένης νομιμότητας, σαν κόμμα που έχει το ένα πόδι εντός της συνταγματικού τόξου και το άλλο εκτός. Στιγματίζοντας -πάντα με την αμέριστη βοήθεια των κατεστημένων ΜΜΕ- τον ΣΥΡΙΖΑ ότι υποθάλπει ή τουλάχιστον ανέχεται τη βία όταν έχει αριστερό πρόσημο, οι επιτελείς του Μαξίμου μετατρέπουν αυθαιρέτως και σκοπίμως τις θεμιτές στη δημοκρατία ιδεολογικοπολιτικές διαφορές σε καθεστωτικού χαρακτήρα αναμέτρηση. Κατ’ επέκτασιν, καλλιεργούν την εντύπωση ότι είναι επικίνδυνο για τη χώρα να αναλάβει τη διακυβέρνηση η Αριστερά.
Με άλλα λόγια, αμφισβητούν τη θεμελιώδη και σταθεροποιητική αρχή της εναλλαγής των κομμάτων στην εξουσία, έστω και εάν δεν το λένε ρητά. Στην πραγματικότητα, ο ισχυρισμός ότι το μνημόνιο είναι μονόδρομος υποδηλώνει ότι είναι επίσης μονόδρομος η παραμονή της «παράταξης του μνημονίου» στην εξουσία. Πρόκειται για βαθιά επικίνδυνο τυχοδιωκτισμό, ο οποίος υπονομεύει τα θεμέλια του δημοκρατικού πολιτεύματος και βεβαίως καλλιεργεί με άλλη μορφή τον μετεμφυλιακό διχασμό της κοινωνίας.
Ας επιστρέψουμε, όμως, στο ζήτημα της πολιτικής βίας. Αναμφισβήτητα, είναι θεμελιώδης αρχή της δημοκρατίας ότι οι νόμοι πρέπει να εφαρμόζονται χωρίς διακρίσεις. Οι νόμοι, ωστόσο, δεν είναι θεόπεμπτοι. Στον κοινοβουλευτισμό αντανακλούν τον συσχετισμό δυνάμεων και τις κοινωνικοπολιτικές ισορροπίες. Οι ισορροπίες αυτές είναι δυναμικές και μεταβάλλονται. Εξ ου και οι κοινωνίες διαπερνώνται από πολλών ειδών αντιθέσεις, οι οποίες παράγουν πολιτικές πιέσεις και κινήματα.
Οι εκλογές είναι ισχυρός μηχανισμός παραγωγής πολιτικής νομιμοποίησης. Δεν είναι, όμως, πάντα δεδομένο ότι μία αιρετή κυβέρνηση είναι σε θέση να απορροφήσει τις κοινωνικές εντάσεις καθόλη τη διάρκεια της θητείας της. Ιδιαιτέρως σε περιβάλλον οξύτατης οικονομικοκοινωνικής κρίσης. Σε τέτοιες ειδικές συνθήκες μαζικής κοινωνικής καταστροφής, οι πολίτες δεν εκφράζονται πολιτικά μόνο ως ψηφοφόροι. Και βεβαίως, η κυβέρνηση χάνει την αναγκαία αξιοπιστία για να επιβάλλει τον σεβασμό και την εφαρμογή των νόμων.
Στην περίπτωσή μας, οι παραδοσιακοί πυλώνες του πολιτικού συστήματος έχουν σε μεγάλο βαθμό καταρρεύσει. Το ΠΑΣΟΚ του 40+% κινείται πλέον σε μονοψήφιο ποσοστό. Εάν η Ν.Δ. καταφέρνει ακόμα να διατηρεί ένα σημαντικό ποσοστό (μικρότερο του 30%), αυτό δεν οφείλεται στην πολιτική της εμβέλεια, αλλά στο γεγονός ότι θεωρείται το τελευταίο ανάχωμα στην επέλαση του ΣΥΡΙΖΑ. Γι’ αυτό τον λόγο συσπειρώνονται πολιτικοεκλογικά γύρω της όχι μόνο παραδοσιακοί δεξιοί, αλλά και εύπορα κοινωνικά στρώματα που φοβούνται ότι, εάν σχηματίσει κυβέρνηση η Αριστερά, θα προκληθεί ρήξη με την Ευρωζώνη και -κατ’ επέκτασιν- χάος.
Οικονομική βία και κοινωνική αντίδραση
Η ΙΣΤΟΡΙΑ έχει αποδείξει ότι, όποτε ασκείται μαζικά οικονομική βία, όποτε ανατρέπονται οι σταθερές του βίου της πλειονότητας των πολιτών, αργά ή γρήγορα, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, εκδηλώνεται κοινωνική αντίδραση. Η οικονομική βία μπορεί να μην διώκεται ποινικά, αλλά κατά κανόνα είναι πολύ πιο καταστρεπτική για την κοινωνία. Οταν μάλιστα οι πολίτες δεν βλέπουν διέξοδο εντός του πολιτικού συστήματος, η αντίδρασή τους είναι κατά κανόνα βίαιη.
Ολα αυτά δεν σημαίνουν, βεβαίως, ότι οι πολίτες πρέπει να τηρούν τον νόμο μόνο εάν συμφωνούν μαζί του. Ο νόμος, άλλωστε, προβλέπει ποινές για όσους τον παραβιάζουν. Σημαίνουν, όμως, ότι σε περιόδους που ξεχειλίζει η κοινωνική οργή, όταν μεγάλες ομάδες του πληθυσμού κατεβαίνουν στους δρόμους, το πρόβλημα παύει να είναι απλώς νομικό. Μετατρέπεται σε πολιτικό και απαιτεί αντίστοιχο χειρισμό.
Σε τέτοιες συνθήκες, η ρητορική περί νόμου και τάξης έχει νόημα μόνο εάν χρησιμοποιηθεί ως επιχείρημα για την άσκηση κατασταλτικής πολιτικής ή ως παρότρυνση για άσκηση τέτοιας πολιτικής. Η πείρα έχει αποδείξει, όμως, ότι όταν το κοινωνικό τοπίο φλέγεται, η επίδειξη πυγμής και η μονοδιάστατη προσφυγή στη μαζική καταστολή είναι πολύ πιθανό να λειτουργήσουν σαν μπούμερανγκ. Ρίχνουν λάδι στη φωτιά και οξύνουν τη σύγκρουση. Αυτό δεν συνεπάγεται μόνο τη σοβαρή πιθανότητα να χυθεί αίμα, αλλά και την πρόκληση μεγάλων ρηγμάτων στην ήδη προβληματική σχέση κράτους - κοινωνίας.
Προφανώς, δεν έχουμε φθάσει στο σημείο της έκρηξης. Για την ακρίβεια, η κοινωνία αγωνίζεται να μην οδηγηθεί εκεί. Το τοπίο, όμως, λόγω της συσσώρευσης οικονομικών και κοινωνικών ερειπίων έχει καταστεί και ασταθές και εύφλεκτο. Ας θυμάται ο πρωθυπουργός πως, όταν το γαϊδούρι του Χότζα έμαθε -επιτέλους- να μην τρώει, ψόφησε!
ΠΗΓΗ: www.realnews.gr
ΕΙΝΑΙ ΙΣΤOΡΙΚΑ αποδεδειγμένο πως, όταν ζορίζουν τα πράγματα, όταν οι κυβερνήσεις χάνουν τα ερείσματά τους στην κοινωνία καταφεύγουν στο ύστατο ιδεολογικό όπλο κάθε εξουσίας, στην προβολή του δόγματος «νόμος και τάξη». Εχοντας μετατραπεί σε εφαρμοστή της πολιτικής του μνημονίου, η κυβέρνηση Σαμαρά έχει στρέψει -όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις- τη μεγάλη πλειονότητα των πολιτών εναντίον της.
Για να μετατοπίσουν σε πιο ευνοϊκό πεδίο το κέντρο βάρους της πολιτικής αντιπαράθεσης, οι επιτελείς του Μαξίμου δεν έχουν μόνο υψώσει τη σημαία του νόμου και της τάξης. Εχουν υιοθετήσει μία επιθετική ιδεολογικοπολιτική τακτική εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ. Πυρήνας αυτής της τακτικής είναι η απαίτηση να καταδικάζεται η βία απ’ όπου κι αν προέρχεται. Τον κατηγορούν ότι, ενώ καταδικάζει σκληρά τη βία της Χρυσής Αυγής, ανέχεται την αριστερή βία.
Η κατηγορία δεν είναι παντελώς αβάσιμη. Πράγματι, η Αριστερά τηρεί παραδοσιακά μία επαμφοτερίζουσα σχέση με την πολιτική βία. Δεν θα μπορούσε να συμβαίνει και διαφορετικά. Ιστορικά, η Αριστερά ήταν μία δύναμη ανατροπής και, ως εκ τούτου, η αποδοχή της βίας των μαζικών κινημάτων είναι εγγεγραμμένη στο ιδεολογικό της γονίδιο. Είναι αλήθεια ότι αναπτύχθηκαν και εκφυλιστικά φαινόμενα ανοχής της βίας οργανωμένων ομάδων που υψώνουν ακροαριστερή ή αντιεξουσιαστική σημαία.
Είναι αξιοσημείωτο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει σήμερα περιέλθει στη θέση του απολογουμένου. Ο λόγος είναι ότι με την αμέριστη υποστήριξη των κατεστημένων ΜΜΕ έχει κυριαρχήσει η βολική για κάθε καθεστώς και κάθε εξουσία ιδεολογική αντίληψη ότι κάθε είδους βία πρέπει να είναι πολιτικά καταδικαστέα και ποινικά κολάσιμη. Οπως είπε ο Δένδιας, αυτό ισχύει όχι μόνο για τη βόμβα και το γκαζάκι, αλλά και για το γιαούρτωμα.
Η κυβέρνηση επιχειρεί να εμφανίσει την αξιωματική αντιπολίτευση όχι ως ένα αντίπαλο κόμμα με διαφορετική ιδεολογία και πολιτική, αλλά σαν κόμμα περιορισμένης νομιμότητας, σαν κόμμα που έχει το ένα πόδι εντός της συνταγματικού τόξου και το άλλο εκτός. Στιγματίζοντας -πάντα με την αμέριστη βοήθεια των κατεστημένων ΜΜΕ- τον ΣΥΡΙΖΑ ότι υποθάλπει ή τουλάχιστον ανέχεται τη βία όταν έχει αριστερό πρόσημο, οι επιτελείς του Μαξίμου μετατρέπουν αυθαιρέτως και σκοπίμως τις θεμιτές στη δημοκρατία ιδεολογικοπολιτικές διαφορές σε καθεστωτικού χαρακτήρα αναμέτρηση. Κατ’ επέκτασιν, καλλιεργούν την εντύπωση ότι είναι επικίνδυνο για τη χώρα να αναλάβει τη διακυβέρνηση η Αριστερά.
Με άλλα λόγια, αμφισβητούν τη θεμελιώδη και σταθεροποιητική αρχή της εναλλαγής των κομμάτων στην εξουσία, έστω και εάν δεν το λένε ρητά. Στην πραγματικότητα, ο ισχυρισμός ότι το μνημόνιο είναι μονόδρομος υποδηλώνει ότι είναι επίσης μονόδρομος η παραμονή της «παράταξης του μνημονίου» στην εξουσία. Πρόκειται για βαθιά επικίνδυνο τυχοδιωκτισμό, ο οποίος υπονομεύει τα θεμέλια του δημοκρατικού πολιτεύματος και βεβαίως καλλιεργεί με άλλη μορφή τον μετεμφυλιακό διχασμό της κοινωνίας.
Ας επιστρέψουμε, όμως, στο ζήτημα της πολιτικής βίας. Αναμφισβήτητα, είναι θεμελιώδης αρχή της δημοκρατίας ότι οι νόμοι πρέπει να εφαρμόζονται χωρίς διακρίσεις. Οι νόμοι, ωστόσο, δεν είναι θεόπεμπτοι. Στον κοινοβουλευτισμό αντανακλούν τον συσχετισμό δυνάμεων και τις κοινωνικοπολιτικές ισορροπίες. Οι ισορροπίες αυτές είναι δυναμικές και μεταβάλλονται. Εξ ου και οι κοινωνίες διαπερνώνται από πολλών ειδών αντιθέσεις, οι οποίες παράγουν πολιτικές πιέσεις και κινήματα.
Οι εκλογές είναι ισχυρός μηχανισμός παραγωγής πολιτικής νομιμοποίησης. Δεν είναι, όμως, πάντα δεδομένο ότι μία αιρετή κυβέρνηση είναι σε θέση να απορροφήσει τις κοινωνικές εντάσεις καθόλη τη διάρκεια της θητείας της. Ιδιαιτέρως σε περιβάλλον οξύτατης οικονομικοκοινωνικής κρίσης. Σε τέτοιες ειδικές συνθήκες μαζικής κοινωνικής καταστροφής, οι πολίτες δεν εκφράζονται πολιτικά μόνο ως ψηφοφόροι. Και βεβαίως, η κυβέρνηση χάνει την αναγκαία αξιοπιστία για να επιβάλλει τον σεβασμό και την εφαρμογή των νόμων.
Στην περίπτωσή μας, οι παραδοσιακοί πυλώνες του πολιτικού συστήματος έχουν σε μεγάλο βαθμό καταρρεύσει. Το ΠΑΣΟΚ του 40+% κινείται πλέον σε μονοψήφιο ποσοστό. Εάν η Ν.Δ. καταφέρνει ακόμα να διατηρεί ένα σημαντικό ποσοστό (μικρότερο του 30%), αυτό δεν οφείλεται στην πολιτική της εμβέλεια, αλλά στο γεγονός ότι θεωρείται το τελευταίο ανάχωμα στην επέλαση του ΣΥΡΙΖΑ. Γι’ αυτό τον λόγο συσπειρώνονται πολιτικοεκλογικά γύρω της όχι μόνο παραδοσιακοί δεξιοί, αλλά και εύπορα κοινωνικά στρώματα που φοβούνται ότι, εάν σχηματίσει κυβέρνηση η Αριστερά, θα προκληθεί ρήξη με την Ευρωζώνη και -κατ’ επέκτασιν- χάος.
Οικονομική βία και κοινωνική αντίδραση
Η ΙΣΤΟΡΙΑ έχει αποδείξει ότι, όποτε ασκείται μαζικά οικονομική βία, όποτε ανατρέπονται οι σταθερές του βίου της πλειονότητας των πολιτών, αργά ή γρήγορα, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, εκδηλώνεται κοινωνική αντίδραση. Η οικονομική βία μπορεί να μην διώκεται ποινικά, αλλά κατά κανόνα είναι πολύ πιο καταστρεπτική για την κοινωνία. Οταν μάλιστα οι πολίτες δεν βλέπουν διέξοδο εντός του πολιτικού συστήματος, η αντίδρασή τους είναι κατά κανόνα βίαιη.
Ολα αυτά δεν σημαίνουν, βεβαίως, ότι οι πολίτες πρέπει να τηρούν τον νόμο μόνο εάν συμφωνούν μαζί του. Ο νόμος, άλλωστε, προβλέπει ποινές για όσους τον παραβιάζουν. Σημαίνουν, όμως, ότι σε περιόδους που ξεχειλίζει η κοινωνική οργή, όταν μεγάλες ομάδες του πληθυσμού κατεβαίνουν στους δρόμους, το πρόβλημα παύει να είναι απλώς νομικό. Μετατρέπεται σε πολιτικό και απαιτεί αντίστοιχο χειρισμό.
Σε τέτοιες συνθήκες, η ρητορική περί νόμου και τάξης έχει νόημα μόνο εάν χρησιμοποιηθεί ως επιχείρημα για την άσκηση κατασταλτικής πολιτικής ή ως παρότρυνση για άσκηση τέτοιας πολιτικής. Η πείρα έχει αποδείξει, όμως, ότι όταν το κοινωνικό τοπίο φλέγεται, η επίδειξη πυγμής και η μονοδιάστατη προσφυγή στη μαζική καταστολή είναι πολύ πιθανό να λειτουργήσουν σαν μπούμερανγκ. Ρίχνουν λάδι στη φωτιά και οξύνουν τη σύγκρουση. Αυτό δεν συνεπάγεται μόνο τη σοβαρή πιθανότητα να χυθεί αίμα, αλλά και την πρόκληση μεγάλων ρηγμάτων στην ήδη προβληματική σχέση κράτους - κοινωνίας.
Προφανώς, δεν έχουμε φθάσει στο σημείο της έκρηξης. Για την ακρίβεια, η κοινωνία αγωνίζεται να μην οδηγηθεί εκεί. Το τοπίο, όμως, λόγω της συσσώρευσης οικονομικών και κοινωνικών ερειπίων έχει καταστεί και ασταθές και εύφλεκτο. Ας θυμάται ο πρωθυπουργός πως, όταν το γαϊδούρι του Χότζα έμαθε -επιτέλους- να μην τρώει, ψόφησε!
ΠΗΓΗ: www.realnews.gr
Σχόλια