Όταν ο Λουκανίδης γύρισε από την Αφρική
του Νίκου Σαραντάκου
Το Σάββατο που μας πέρασε, πήγα στο ΟΑΚΑ και είδα τον Παναθηναϊκό να κερδίζει 4-1 τον ΠΑΟΚ για τον τελικό του κυπέλλου. Επειδή μάλιστα ο Παναθηναϊκός ήταν τυπικά γηπεδούχος, το σκορ στον φωτεινό πίνακα ήταν ΠΑΟΚ-ΠΑΟ 1-4. Την προηγούμενη φορά που είχα δει αυτές τις δυο ομάδες να αγωνίζονται ήταν το 1979-80 στη Θεσσαλονίκη, και τότε ο Παναθηναϊκός είχε κερδίσει με 2-0. Όπως καταλαβαίνετε, αρχίζει να δημιουργείται ένα πατερνάκι. Σε 35 χρόνια που θα ξαναπάω να τους δω, θα ειδοποιήσω να το παίξετε στάνταρ δύο.
Γενικά, στο γήπεδο πηγαίνω πολύ σπάνια, παρόλο που τότε που πήγαινα, πολύ νεότερος, το διασκέδαζα -αν δεν κάνω λάθος, σε αγώνα ποδοσφαίρου είχα να πάω καμιά τριανταριά χρόνια. Σαν φοιτητής, πήγαινα πότε-πότε στο Καραϊσκάκη, στον Εθνικό κυρίως, ή στην Καισαριανή, στον (Εθνικό) Αστέρα, πριν ανέβει πρώτη εθνική -που δεν έμεινε και πολύ. Και προχτές που πήγα, δεν πήγα για να δω το ματς -αν θες να δεις το ματς, κάθεσαι στον καναπέ σου και το βλέπεις στην τηλεόραση. Ή μάλλον, πας στην καφετέρια για να το δεις, διότι η κυβέρνησή μας κατάφερε το αδιανόητο, να δώσει τη μετάδοση του τελικού του κυπέλλου, του σημαντικότερου ποδοσφαιρικού αγώνα της χρονιάς, σε κλειστό κανάλι, και μάλιστα όχι στο μεγαλύτερο από τα συνδρομητικά, και τούτο επειδή αμέλησε να ορίσει τον κατάλογο των συναντήσεων “μείζονος σημασίας”, οι οποίες βάσει της ευρωπαϊκής νομοθεσίας, πρέπει να μεταδίδονται από ανοιχτό κανάλι.
Άλλωστε, από τις θέσεις που βρήκαμε, στο πέταλο, είδαμε καλά μόνο τα δύο από τα πέντε γκολ, όσα μπήκαν από την κοντινή μας εστία. Τα άλλα γκολ τα είδαμε από πολύ μακριά, όσο για τις δυο ευκαιρίες του ΠΑΟΚ στο τέλος του πρώτου ημιχρόνου μάλλον τις μάντεψα -χρειάστηκε να τις ξαναδώ στην τηλεόραση για να τις εμπεδώσω. “Πάλι καλά που δεν τα βλέπουμε καλά”, είπα στον διπλανό μου όταν μάντεψα (σωστά) το δοκάρι του Σαλπιγγίδη.
Έγραψα “τις θέσεις που βρήκαμε” διότι όταν μπήκαμε στο γήπεδο, μία ώρα πριν από τον αγώνα, χωρίς κανείς να δει τα εισιτήριά μας, η θύρα 6 ήταν γεμάτη πήχτρα, και ούτε να ανέβουμε τη σκάλα δεν μπορούσαμε για να φτάσουμε στην ενδέκατη σειρά όπου ήταν οι θέσεις μας -το ίδιο άλλωστε έπαθαν κι άλλοι πολλοί. “Θέσεις; Στο Μέγαρο Μουσικής νομίζεις πως είσαι;” είπε κάποιος. Οπότε, πήγαμε κι εμείς στο πέταλο, όπου ήταν λιγότερο πυκνό το πλήθος, και βρήκαμε να καθίσουμε.
Κατά τα άλλα, αυτό που παρατήρησα, αλλά το ήξερα βέβαια από την τηλεόραση, είναι ότι στο γήπεδο πηγαίνουν πλέον πολλές γυναίκες. Όχι ότι αυτό κάνει κοσμιότερα τα συνθήματα που φωνάζονται, βέβαια. Επειδή εγώ καθόμουν σε κερκίδα Παναθηναϊκού, δεν ξέρω τι φώναζαν από απέναντι οι Παοκτζήδες, οπότε θα περιοριστώ στη μία πλευρά. Έχω με χαρά να σας αναγγείλω πάντως ότι κανένα αντεθνικό σύνθημα δεν ακούστηκε. Μπορεί να άκουσαν τα μύρια όσα οι μανάδες των οπαδών και των παικτών του ΠΑΟΚ, μπορεί τα σκάγια να πήραν και τη μάνα του προέδρου του Ολυμπιακού, αλλά για Βούλγαρους δεν ακούστηκε τίποτα και μόνο παρεμπιπτόντως για γύφτους. Προς το τέλος μάλιστα, μετά το τρίτο γκολ, τα συνθήματα έγιναν πιο ήπια, αλλά όταν κερδίζει κανείς με διαφορά μπορεί να φανεί και ανεκτικός.
Δεν θα παραθέσω συνθήματα, μόνο θα πω ότι το ρυθμικό “Καλό ταξίδι” που φωνάζαμε κάποτε στο τέλος του αγώνα, έχει κι αυτό μετεξελιχτεί έτσι που να πιάνει τη συλλογική μαμά των αντιπάλων (“Παοκάκια, άντε γειά σας, πάτε σπίτι που γαμιέται η μαμά σας”, για να μην απορείτε). Αλλά αυτό θα το ξέρατε ήδη, όσοι πηγαίνετε στο γήπεδο.
Όπως είπα, τα παοκτζήδικα συνθήματα δεν μπορούσα να τα ακούσω από τόσο μακριά, αλλά είδα, όπως όλοι, το τεράστιο πανό με το σύνθημα “Η μεγαλύτερη μετακίνηση ναρκωτικών στην Ελλάδα”, που προκάλεσε τον θαυμασμό των παναθηναϊκών όχι για το περιεχόμενό του αλλά για το μήκος του πανό, και πώς κατάφεραν και το έβαλαν στο γήπεδο -φαντάζομαι όπως και τα πυροτεχνήματα και τις κροτίδες, που μία από αυτές βρήκε στο κεφάλι τον Παοκτζή που πήγε να χτυπήσει το κόρνερ. Πρόσεξα επίσης ότι η ΟΤΕ TV δεν κατάφερε ούτε το πανηγυρικό “ΚΥΠΕΛΛΟΥΧΟΣ” να γράψει σωστά, μια και του έφαγε το ένα Λ (ΚΥΠΕΛΟΥΧΟΣ) -στον φωτεινό πίνακα γράφτηκε σωστά, όχι όμως και στις διαφημιστικές πινακίδες στο πλάι του γηπέδου.
Ένας λόγος που δεν πολυπήγαινα στο γήπεδο, ήταν ότι οι δικοί μου αδιαφορούσαν πλήρως για το ποδόσφαιρο. Όταν ήμουν μικρός, ο θείος μου ο Σωτήρης, που ήταν μάγειρας στα καράβια, όταν δεν είχε μπάρκο, μ’ έπαιρνε καμιά Κυριακή και με πήγαινε στο Καραϊσκάκη -μου έχει χαραχτεί στη μνήμη μου ένα Ολυμπιακός-Απόλλωνας 3-0 (τότε ήταν Αθηνών, οι δηθενιές περί Σμύρνης ήρθαν όταν υποβιβάστηκε στη γ’ εθνική), το οποίο διαπιστώνω τώρα ότι παίχτηκε στη σεζόν 1966-67 και μάλιστα στις 13 Νοεμβρίου 1966. Εξαιτίας του θείου, έλεγα κι εγώ πως ήμουν Ολυμπιακός.
Όχι όμως για πολύ. Τον θείο μου τον έβλεπα αριά και πού, όμως στη γειτονιά είχαν έρθει τα ξαδέρφια μου “που είχα είκοσι χρόνια να τα δω”, όπως είχα πει στον δάσκαλο για να δικαιολογήσω την απουσία τη μέρα που τους υποδεχτήκαμε όταν γυρίσανε οικογενειακώς από τη Βραζιλία. Μια μέρα λοιπόν, ο μεγάλος ξάδερφος μάς ανακοίνωσε με σοβαρό ύφος, σε μένα και στον αδερφό του: “Πρέπει να γίνουμε Παναθηναϊκοί, γιατί γύρισε ο Λουκανίδης από την Αφρική”. Δεν ζήτησα εξηγήσεις, η αυθεντία του μεγάλου ξαδέρφου έκανε την πρόταση να έχει ισχύ αξιώματος. Νωπή ήταν άλλωστε η ανάμνηση από ένα πρόσφατο παιχνίδι, όπου έπαιζε μια παρακατιανή ομάδα με μια καλύτερη, κι ο ξάδερφος είχε αποφανθεί ότι θα νικήσει η παρακατιανή “επειδή παίζει στην έδρα της”, και επιβεβαιώθηκε. Ίσως να συντέλεσε και η εξωτική Αφρική, μπορεί να φαντάστηκα τον Λουκανίδη να έρχεται από τη ζούγκλα ντυμένος Ταρζάν -αν και, όπως έμαθα αργότερα, είχε πάει στη Νότια Αφρική με τη μέλλουσα γυναίκα του, επειδή οι γονείς της δεν τον ήθελαν, ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων.
Αν θυμάμαι καλά, ο Λουκανίδης, που είχε το σπανιότατο όνομα “Νεοτάκης” αλλά βέβαια τον φώναζαν Τάκη, δεν έκανε και σπουδαία πράγματα στον Παναθηναϊκό μετά την επιστροφή του, το γυαλί είχε ραγίσει ίσως. Έγινε μετά και η ανανέωση του 1969, έφυγαν αρκετοί παλιοί. Αυτό που σίγουρα πέτυχε, πάντως, ήταν να με πείσει να αλλάξω ομάδα!
http://sarantakos.wordpress.com/
Σχόλια