Κομπούτσα (με το συμπάθειο)

γράφει το κορίτσι του διπλανού portal

Ξέρω πόσο αγωνιάτε για τη συνέχεια της οικογενειακής μας dramedie παίδες μου αγαπημένοι. Ξέρω πόσο συμπάσχετε, γι' αυτό μπαίνω αμέσως στο ψητό. Σας έχω αφήσει στο κέντρο του λιβιγκρού μας, με το σόι μαζεμένο, με τον Σάκη βαρεμένο, τον μπαμπά μου ξαναμμένο και τον μπάρμπα μου τον τιμημένο έτοιμο να εξαπολύσει εναντίον μας καινοτόμες επενδυτικές προτάσεις (οι οποίες υποψιάζομαι πως θα αποδειχτούν φλεβοτόμες).
Μετά το λογίδριο «είμαστε μια οικογένεια και μαζί θα προχωρήσουμε» (επιρροή Αντρέα τρισμέγιστου, άρχοντα της παπάρας που υπονοούσε πολλά και δεν σήμαινε τίποτα), η μάνατζερ κάθισε και παρέδωσε τη θέση της στο βήμα στον μπάρμπα μου. Αυτός καθάρισε τον λαιμό του, σηκώθηκε, έστρωσε το σακάκι του, χαμογέλασε πλατειά (στοιχημαίζω ότι έχει βάλει μασελάκι με όψεις πορσελάνης και πάει να αποσβέσει. Αλλιώς προς τι η εξαπόλυση τόσων χαμόγελων; Αυτός πριν τον διώξουν από δω μας συναντούσε στο διάδρομο και μούγκριζε σαν πόσουμ). Ξανακαθάρισε που λέτε τον λαιμό του και είπε αργά-αργά μπας και δεν το πιάσουμε με τη μία (κοίτα να δεις που μας έχει για ηλίθιους ο κερατάς. Είναι γεννημένος για πολιτικός)
-Αγαπημένη μου οικογένεια, δεν μπορείτε να φανταστείτε πόση είναι η χαρά μου που ξαναβρισκόμαστε...
-Πράγματι, δεν μπορούμε, μουρμούρισα εγώ. Η μάνατζερ, μου έριξε ένα βλέμμα που αν ήταν αντικείμενο θα ήταν το ιπτάμενο στιλέτο των Νίντζα. Το βούλωσα. Έχω κι εγώ τη στρατηγική μου. Ο μπάρμπας συνέχισε φυσικά τη δική του ατάραχος.
-Έλεγα λοιπόν ότι δεν μπορείτε να φανταστείτε…
-Και πού ξέρεις εσύ τι μπορούμε και τι δεν μπορούμε; φώναξε ξαφνικά ο Σάκης. Έχεις να μας δεις από τότε που πηγαίναμε Τρίτη λυκείου.
Ώπα! ξύπνησε ο Σπάρτακος. Τώρα βαστάτε Τούρκοι τ’ άρματα!
-Τρόπος του λέγειν αγόρι μου, ξαναχαμογέλασε ατάραχος ο μπάρμπας. (Η πορσελάνη άστραψε. Να θυμηθώ να τον ρωτήσω σε ποιον οδοντίατρο πήγε.) Η αλήθεια είναι πως είχα χαθεί. Αυτό δεν σημαίνει ότι σε ξέχασα κι εσένα και την ξαδερφούλα σου. Εσάς που είστε άνεργα και ατακτοποίητα σκεφτόμουνα όσο έλειπα στη Ρωσία για δουλειές.
-Κι εσύ με τον τιμημένο ρωσικό λαό κάνεις μπίζνες θείε; Κι ο μπαμπάς όπως ξέρεις.
-Μόνο που ο θείος σου τους παίρνει τα λεφτά, ενώ ο πατέρας σου τους τα δίνει, σφύριξε με μίσος η μάνατζερ.
-Ε, ο καθένας ό,τι μπορεί κάνει, είπε σεμνά  ο ξέκωλος πατήρ.
-Δεν πειράζει θείε, είπε ο Σάκης και του χτύπησε την πλάτη. Μια οικογένεια είμαστε. Αφού εσύ τους δίνεις λεφτά, θα σου δανείσει ο μπαμπάς μου που τους τα παίρνει.
Σ’ αυτό το σημείο τα 'παιξε η μάνατζερ. Τίναξε το μαλλί πίσω, γούρλωσε το μάτι και φώναξε
-Αυτό μας έλειπε. Να του δανείζουμε και λεφτά για να πηγαίνει να τα τρώει με τις πουτάνες.
(Της πουτάνας θα γίνει εδώ μέσα. Το βλέπω το έργο)
-Ντροπή σου να μιλάς έτσι μπροστά στα παιδιά! την επέπληξε σοκαρισμένος ο πατήρ.
-Νο πρόμπλεμ θεία. Ξεσκιστείτε ελεύθερα, έδωσε άδεια ευγενώς ο Σάκης.
- Μην ανησυχείς. Αυτά τα παιδιά (κι έδειξε εμάς) δεν έχουν στόμα, έχουν βόθρο, είπε η μάνατζερ. Εμπνέονται από σένα.
-Μας βρίζουν ρε μαλάκα, είπε ο ξάδερφος. Φταίω εγώ που είμαι τζέντλεμας…
-Τέλος πάντων, τα κουκούλωσε η μάνατζερ που μυρίστηκε ότι πηγαίναμε να διαλύσουμε τη φάση. Συνέχισε Θανάση μου, τι έλεγες; Κάτι για μπίζνες στο εξωτερικό έλεγες.
(Τη Ρωσία την παρέλειψε γιατί της δίνει στα νεύρα)
-Έλεγα λοιπόν ότι εκεί που ήμουν (ώπα, το πιασε το λαμόγιο και την παρέλειψε κι αυτός τη Ρωσία. Αδελφές ψυχές να πούμε), εντόπισα ευκαιρίες τις οποίες θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν τα παιδιά μας για να στήσουν με ελάχιστα λεφτά μια επιχειρησούλα και να φτιάξουν τη ζωή τους όπως τη φτιάξαμε εμείς..
-Εμένα μ’ αρέσει άφτιαχτη, πέταξε ο Σάκης.
-Συνέχισε Θανάση, είπε επιτακτικά η μάνατζερ κοιτάζοντάς με.
-Ναι, συνέχισε θείε, είπα αθώα εγώ. Νιώθω μια πελώρια λαχτάρα να φτιάξω τη ζωή μου, έχοντας πρότυπο εσάς.
- Ασχολείται κανείς σας με την υγιεινή διατροφή; Πέταξε τη βόμβα ο θείος.
-Ο Σάκης, είπα εγώ. Βάζει πάντα ντομάτα  στην πίτσα του. Λυκοπένη. Αντικαρκινικό του κερατά.
-Γιατί εσύ πας πίσω; Έχεις πιεί ποτέ βότκα χωρίς πορτοκάλι; Βιταμίνη C κι έτσι, συμπλήρωσε ο ξάδερφος.
Ο θείος αγνόησε το τρολάρισμα και συνέχισε ακάθεκτος. Μαλάκα δεν είναι τυχαίος ο τύπος. Τον είχα υποτιμήσει.
-Ωραία λοιπόν. Είστε τα κατάλληλα άτομα. Θα σας βοηθήσω να ανοίξουμε ένα μικρό μπαρ σε μια αποθήκη που έχει χρόνια ξενοίκιαστη η μάνα μου στο Μοναστηράκι, μια τσαγερί για υγιεινιστές ας πούμε. Θα το δουλεύετε οι δυο σας χωρίς υπαλλήλους, ΙΚΑ κ.λπ. Λίγα έξοδα, πολλά έσοδα. Η πρώτη ύλη είναι τσάμπα. Έχετε ακουστά τον μύκητα τσαγιού Κομπούστα;
-Ποιόν;;;;; είπαμε με ένα στόμα εμείς.
-Τον Κομπούστα. Δεν τον έχετε ακούσει; Έχει βουίξει όλη η Ευρώπη βρε παιδιά. Είναι ένας μύκητας που ξεκίνησε από τη Ματζουρία και μετά εξαπλώθηκε στην Ευρώπη.
-Σαν τους Ούνους; ρώτησα εγώ.
- Τον κομπούστα  τον μεγαλώνεις μόνος σου δωρεάν μέσα σε τσάι και μετά πουλάς αυτό το τσάι όπου έζησε ο μύκητας στα κορόιδα 10 ευρώ, συνέχισε ακάθεκτος ο θείος με το μάτι να λάμπει σαν το δόντι.
Οραματιζόταν το εύκολο κέρδος.
-Σιγά μη πουλάμε και σάντουιτς με σαλμονέλα, είπε εχθρικά ο Σάκης.
-Θα φτιάξουμε και ένα σάιτ περιποιημένο, εσείς δηλαδή θα το φτιάξετε, που να λέει τα ευεργετικά αποτελέσματα του κομπούστα και θα χεστούμε στα φράγκα.
-Kαι ποια είναι αυτά; Ξέρουμε;
-Βέβαια. Παίρνεις υαλουρονικό, προβιοτικά, βιταμίνες Β όλο το σύμπλεγμα, οξικό οξύ, σου καθαρίζει το συκώτι από βαρέα μέταλλα.
-Όχι ρε πούστη, θα χάσουμε τους χεβιμεταλάδες μουρμούρισε ο Σάκης
-Είναι τεκμηριωμένα αυτά, ρώτησα εγώ η μαντάμ Κιουρί. Υπάρχουν έρευνες;
-Μμμμμ, όχι πολλές. Τώρα αρχίζει το πανηγύρι. Προς το παρόν υπάρχει μία που έγινε σε 1000 κότες και απέδειξε ότι όσες έπιναν τσάι κομπούστα ψήνονται καλύτερα στο φούρνο.
-Μπα; Λες να βοηθάει και στο μαύρισμα; αναρωτήθηκε η μάνατζερ επιστημονικά.
-Α, βλέπω μιλάς με ντοκουμέντα, είπα εγώ. Για συνέχα. Εσύ τι θα βγάλεις απ' όλα αυτά;
Ο μπάρμπας έβγαλε το κινητό του, άνοιξε την εφαρμογή αριθμητήριο, άρχισε να γράφει κάτι τύπου «τρεις τον λάδι, τρεις το ξύδι» και τελικά είπε: Το 10% των κερδών η μητέρα σου που θα επιστατεί, από 10 εσείς και το 69% εγώ. Νομίζω είναι λογικότατο. Έχω την επιχειρηματική ιδέα, έχω κάνει την έρευνα, έχω το επιχειρηματικό ρίσκο...
-Ποιο ρίσκο; Αφού μόνοι μας θα τα κάνουμε όλα.
-Ποιος θα δώσει τα λεφτά να βαφτεί η αποθήκη; Θα τη βάψετε εσείς αλλά τα χρώματα κοστίζουν. Πώς θα αγοραστούν πάγκοι; Αν και έχουμε δυο πάγκους στην αποθήκη, αν τους τρίψετε θα είναι ΟΚ. Δεν θα αγοραστούν βαζάκια για τον μύκητα; Φλιτζάνια; Έχω ένα φίλο με αποθήκη υαλικών που διαλύεται. Κουταλάκια; Θα χρειαστούν πάνω από…
-100 ευρώ; 200 ευρώ; υπολόγισα ψυχρά.
-Εχω κάνει όλο το μπίζνες πλαν όμως.
-Δηλαδή κανόνισες να δουλεύουμε εμείς νυχθημερόν κι εσύ να εισπράττεις.
-Αυτό κάνουν οι επενδυτές παιδί μου, παρενέβη η μάνατζερ.
Κοιταχτήκαμε με τον Σάκη για ένα λεπτό και μετά πεταχτήκαμε πάνω και είπαμε μ' ένα στόμα.
-Ρε άντε από δω λαμόγιο που θα μας κάνεις 12 χρόνια δούλους.
Ο θείος θύμωσε. Το πορσελάνινο δόντι άρχισε να μοιάζει με καρχαρία.
-Σάκη, ούρλιαξε. Αν δεν ανταποκριθείς δεν θα σου ξαναμιλήσω ποτέ! Θα σε αποκληρώσω!
-Η Αριστερά δεν εκβιάζεται, είπε βαθυστόχαστα ο ξάδερφος και έκλεισε την πόρτα πίσω μας.
Άλλη μια προσπάθεια για ανάπτυξη πήγε στράφι…
ένα άρθρο των πρωταγωνιστών

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κυκλοφορεί ο ΚΑΤΟΙΚΟΣ Σεπτεμβρίου!

Ο Ντάνυ και η βαθειά γαλάζια θάλασσα! Ένας απάχικος χορός, σε σκηνοθεσία Πέτρου Ζηβανού απο το Κ.Θ.Ε.Θεσσαλονίκης.

Κυκλοφορεί ο ΚΑΤΟΙΚΟΣ Νοεμβρίου!