Το μυστικό της Γιατριάς ή η Ιστορία μιας Εβραίας
της Ελένης Καρασαββίδου
Ήρθε στον χώρο που μαζεύαμε φάρμακα κι έφερε την μεγαλύτερη σακούλα. Κάθισε αντίκρυ κι άναψε τσιγάρο. Άσσο πλακέ Παπαστράτο, ο παππούς καπνεργάτης το 36, ήξερε τα μέσα και τα έξω του καπνού.
Σηκώθηκαν τα δακτυλίδια του καπνού, φανήκαν αμήχανες από πίσω οι δεκαετίες. Μιλήσαμε για πολλά. Καλλιτέχνης εμπλεκόμενη με τα εικαστικά και το θέατρο, χρόνια στο ΚΚΕ εσ. (πόσο άκομψο αυτό το εσ. όταν κι εσύ στηριζόσουν οικονομικά στον Τσαουσέσκου, Αμερικανοί ή Ανατολικοί ή Έλληνες, δύσκολα ανεξάρτητη από τοπικά ή υπερτοπικά συμφέροντα η πολιτική σκηνή... και προτιμώ να σπαζόμαστε για τις αλήθειες που λέμε κι όχι για τα βολικά ψέματα), έζησε πολλά, έμαθε να μην εμπιστεύεται τους Κύρκους (καλή τους ώρα) που στην περίφημη διαμάχη με τον τόσο έντιμο Μπανιά προώθησαν τον θεσμό του προέδρου σε κόμματα της αριστεράς (!) λες και δεν είναι ο διαχωρισμός σε πόδια και κεφάλι που κρίνει τις πολιτικές υπέρ του συστήματος, αφού το δικό του πρότυπο, όποια κι αν είναι η ρητορική σου, ακολουθείς, φτάσαμε και στην ασύλληπτη τραγωδία εκεί στην Παλαιστίνη.
Η ταυτότητα έπεσε στο τραπέζι. Μου επεσήμανε το επίθετο της μάνας της. Γνωστό επίθετο της Σαλονίκης. Μα φυσικά... Εβραία που είχε εκχριστιανιστεί. Η μάνα της... Μια από εκείνες τις πανέμορφες Ισπανοεβραίες που στοίχειωσαν το ερωτικό φαντασιακό της στερημένης πόλης, της Μεσογείου καλύτερα, από την κόρη στον Εβραίο της Μάλτας του Μάρλοου μέχρι την κόρη στον έμπορο της Βενετίας του Σαίξπηρ.
Πέταξε ο νους στο μεγάλο γκέτο. Να μπαίνει και να βγαίνει για επίσκεψη, έχοντας την καβάτζα ενός χοντρού “μέσου” ή της ομορφιάς, να επαναστατεί και να παντρεύεται έναν χριστιανό ριζοσπάστη του 30 που δεν είχε καλό τέλος την εποχή του Μεταξά και την άφησε χήρα απόλυτα νέα, να ξεπουλά ότι έχει για να σώσει την μάνα, τον πατέρα, τα αδέρφια, να ταξιδεύουν τα ισπανοεβραϊκά χρυσαφικά με τα τσαχπίνικα φιδάκια που τρύπωναν κάποτε σ3ε κάθε πέτρα της Μεσογείου, ιερά πνεύματα των σπιτιών, σε χέρια πολιτιστικά ανήξερα κι αρπαχτικά και γι' αυτό (λόγω του δεύτερου) ανόσια. Να φιλιώνει με τους γονείς έπειτα από έναν δίχως έγκριση γάμο μπροστά στον έσχατο κίνδυνο και στον ασύλληπτο πόνο, να φτάνει στο γκέτο την ημέρα που το σηκώσανε, να μην βρίσκει ούτε το χαλάκι της ξώπορτας, είχανε μπει των νοικοκυραίων οι ακρίδες και το ψυρίσανε μέχρι εσχάτων, ένα ολοκαύτωμα της συγχρονικής μνήμης μέσα στο αιώνιο Ολοκαύτωμα, να μένει φύλλο στον πιο άγριο άνεμο, να χτυπάει την πόρτα μιας θείας από την πλευρά του άνδρα της, να την παραπέμπει για λόγους ασφαλείας και τον δυο στην Χρυσοπηγή “που ήταν αριστερή και που είναι πιθανόν, διωκόμενη, να σε κρύψει” “μα φυσικά να λέει η Χρυσοπηγή, φέρε την κοπέλα”, κρύπτη πανέξυπνη, και να μην αποκαλύπτουμε ιδέες, να γνωρίζει εκεί τον γιο της τον κομμουνιστή που ανεβοκατέβαινε στο βουνό, φωτιά με φωτιά, μίξη.
Να περνά ο πόλεμος, να φτάνει το '46, τα έκτακτα στρατοδικεία των αντιστασιακών, η καταδίκη, ο νέος χωρισμός μ' ένα μωρό στην κοιλιά, κόρη Εβραίας και Κομμουνιστή, δύσκολα παιδικά και μαθητικά χρόνια, μωρό που τώρα στεκόταν απέναντι μου. Η αντοχή η ελπίδα και η σκληρότητα του ανθρώπου σε μια τραγωδία αιώνων.
Η τρελή ισπανοεβραία η μάνα της που την έδεσε στο ζεμπίλι κι έπειτα από ένα επεισοδιακό ταξίδι με το καράβι να μην μπορεί να περάσει το ακρόθωον του Αγίου Όρους και ν' αναμετράται με τα κύματα για μέρες, φτάσαν στη Λήμνο, με το γνωστό χαλαρό στρατόπεδο όπως και στην Ικαρία (άλλωστε πως να φύγεις κείνα τα χρόνια απ' το νησί;). Η συνάντηση με έναν σύντροφο του πατέρα της στο λιμάνι που τρελάθηκε και πήρε το μωρό κι έτρεχε ώσπου να τον βρει με την μάνα να τρέχει ξέπνοη ξοπίσω, η συνάντηση με τον πατέρα της, κόσμος εξόριστος μελίσσι ξάφνου γελαστός γύρω, ένα κοριτσάκι ο κόσμος όλος, η ελπίδα του ανθρώπου όλη όποιος κι αν ήσουν ό,τι κι αν πίστευες (πλυν του μαύρου φασισμού), ένας μπαμπάς και μια μαμά κείνη την ώρα, κι ένα μωρό που βλέποντάς το είπε γεμάτος χαρά μα και παράπονο “και το κοριτσάκι μου τόσο θα είναι”, η άφιξη της ξεθεωμένης μάνας κείνη την στιγμή, να την κοιτά, να τον κοιτά, να κοιτά το παιδάκι που κρατούσε ξάφνου τρέμοντας κι άλλο, η νέα εγκυμοσύνη της μάνας της, η σκληρή μα και τόσο ανθρώπινη απόφαση του πατέρα να γίνει δηλωσίας γιατί δεν είχε τρόπο η μάνα να μεγαλώσει 2 παιδιά κι όλοι της ζητούσανε “κάτι”, η συνάντηση λίγα χρόνια μετά με τον συγγενή κάποιου που δεν υπέγραψε έξω από την Αγία Σοφία της Θεσσαλονίκης, το φτύσιμο στο πρόσωπο, “μαμά ποιος φτύνει τον μπαμπά μου;” Η ανθρώπινη σκληρότητα, παιδί του πόνου και της αδικίας, σπανίως της ποταπής χαράς στις τάξεις των αργόσχολων ή των πλανημένων.
Η αντοχή η ελπίδα και η σκληρότητα του ανθρώπου σε μια τραγωδία αιώνων.
Χρόνια μετά, την δεκαετία του 60, δείχναν να 'χαν ησυχάσει κάπως τα πράγματα σε ένα σύντομο διάλειμμα λίγων ετών. Πριν την καινούργια “βουτιά σε βρώμικα νερά” και πάλι.
Τότε, στο σύντομο αυτό διάλειμμα των ηλιόλουστων χρόνων άρχισε να τους επισκέπτεται ο θείος Πέπος, που ζούσε χρόνια σε Κιμπούτς του Ισραήλ, στα χρόνια της Σοβιετικής επιρροής, τότε που χτίζονταν πολλά από τα Κιμπούτς πάνω στα αφανισμένα εύφορα χωριά των Αράβων με την υπόσχεση να ζήσουν όλοι μαζί, προσπάθεια που απέτυχε από τους ακραίους εθνικιστές των Ισραηλινών, τους δυτικοφοβικούς των Παλαιστινίων (αυτές οι “λέχες”, οι Εβραίες που λέει κι ο Καββαδίας, με ορθό βλέμμα και δίχως μαντήλα, σαντανάδες, και φυσικά την επιρροή των πετρελαϊκών πολυεθνικών...)Η αντοχή η ελπίδα και η σκληρότητα του ανθρώπου σε μια τραγωδία αιώνων.
Τότε, στο σύντομο αυτό διάλειμμα των ηλιόλουστων χρόνων άρχισε να τους επισκέπτεται ο θείος Πέπος, που ζούσε χρόνια σε Κιμπούτς του Ισραήλ, στα χρόνια της Σοβιετικής επιρροής, τότε που χτίζονταν πολλά από τα Κιμπούτς πάνω στα αφανισμένα εύφορα χωριά των Αράβων με την υπόσχεση να ζήσουν όλοι μαζί, προσπάθεια που απέτυχε από τους ακραίους εθνικιστές των Ισραηλινών, τους δυτικοφοβικούς των Παλαιστινίων (αυτές οι “λέχες”, οι Εβραίες που λέει κι ο Καββαδίας, με ορθό βλέμμα και δίχως μαντήλα, σαντανάδες, και φυσικά την επιρροή των πετρελαϊκών πολυεθνικών...)Η αντοχή η ελπίδα και η σκληρότητα του ανθρώπου σε μια τραγωδία αιώνων.
Ο Θείος Πέπος, ο μόνος που επιβίωσε από μια οικογένεια δεκάδων, ονόματα που στοίχειωσαν την οικογενειακή μνήμη, από τους λίγους που επιβίωσαν από μια κοινότητα χιλιάδων, άνθρωποι που στοίχειωναν τώρα την μνήμη της πόλης, ο θείος Πέπος ήταν εκεί, κομμάτι μιας ρίζας χαμένης.
Σκλάβος στο Άουσβιτς, είχε την τύχη να πουλά την εργατική του δύναμη στα μαγειρεία, όπου είχε ευκολότερη πρόσβαση σε τροφή, κι άρα μεγαλύτερο προσδόκιμο επιβίωσης. Όταν πλησίαζε η απελευθέρωση κι έβλεπαν τα σοβιετικά αεροπλάνα να πυκνώνουν από πάνω, το συζήτησε με τον φίλο του, τον βαθύ σύντροφο μπρος στην ζωή ή τον θάνατο, τον Μορίς. “Μορίς, δεν τα βλέπω καλά τα πράγματα, θα σκοτώσουν όσους προλάβουν, θα κάψουν ό,τι προλάβουν”. Το πηγάδι άντλησης νερού είχε παράμερα μικροπήγαδα με νερό ως την μέση. Στον χαμό των τελευταίων ημερών όπου οι Γερμανοί (ή μάλλον οι ναζί) είχαν πανικοβληθεί και είχαν χάσει τον προγραμματισμό τους, ο Πέπος από την Σαλονίκη κι ο Μορίς (απ το Παρίσι άραγε;) πήραν ό,τι ψευτοτροφή μπόρεσαν από τα μαγειρεία και κατάφεραν με απόλυτη συνομωτικότητα να κλειστούν εκεί. Αλλά ο υπολογισμός ήταν λάθος. Το σκεπτικό ήταν ανολοκλήρωτο. Το τέλος κράτησε πολύ. Πολύ περισσότερο από όσον έπρεπε. Ο Μορίς πέθανε δίπλα του. Έμεινε μέρες να σαπίζει δίπλα του στο στενό πηγάδι. Ο φίλος που θα ζούσανε μαζί σ έναν αδιάφορο εχθρικό πλανήτη, που θα πεφτε απ τα σύννεφα αμέσως μετά, ο φίλος που δεν έσωσε, αν έπρεπε να σωθεί ένας. Η βαριά ενοχή του επιζήσαντα. Η αντοχή η ελπίδα και η σκληρότητα του ανθρώπου σε μια τραγωδία αιώνων.
-Θείε, τόλμησε να του πει αρκετά μεγάλη, μέλος σε αριστερή νεολαία με την αλύγιστη κληρονομιά της γιαγιάς Χρυσοπηγής “πάντα με τους διωκόμενους παιδί μου”: “Θείε, πώς εσείς που περάσατε τόσα, πώς εσείς κάνετε τώρα όλα αυτά;”.
Σιώπησε ο Πέπος, μελαχρινός από τον σκοτεινό για τα σώματα ζωγράφο και γλύπτη, τον ήλιο της Μεσογείου. Σιώπησε κι άρχισε να τρέμει περίεργα. Άσπρισε σαν το πανί, έφυγε ο ήλιος όλων των μεσανατολικών του χρόνων, λες και είχε γυρίσει με μιας σε κείνο το στοιχειωμένο Πολωνέζικο πηγάδι, Άρχισε να φωνάζει άγρια κι απειλητικά με μια φωνή κλεισμένη για δεκαετίες: “Αν κάποιος ξαναπειράξει Εβραίο...”.
Έκανε ώρα να συνέλθει, ώρα να ξαναμπούν πνεύματα κι ανάσες του ήλιου μες στο δωμάτιο. Γι' αυτήν την γενιά η συγγνώμη είχε πεθάνει. Δεν είχε λόγο να την αποδεχτεί, δεν είχε λόγο να την απονείμει. Ούτε και στους αθώους ακόμα. Ούτε και στα παιδιά... Λάθος. Ιδίως στους αθώους, αφού του θυμίζανε μια αθωότητα παντοτινά χαμένη, ή ίσως πως δεν υπήρξαμε, υπήρξατε/ υπήρξαν αθώοι σ' αυτόν τον πλανήτη ποτέ. Ακόμη κι ο Χίτλερ δεν πρωτοστηρίχθηκε στο δόγμα των ενόχων Εβραίων, αλλά στο δόγμα των αθώων (φυσιολογικών και σοβαρών στο Καλβινικό ήθος στη γλώσσα και στην συμπεριφορά...) “Γερμανών” που μπορούσαν να κρίνουν όλους/ες τους άλλους (από τα ΑΜΕΑ, παρά την γενικευμένη αντισημιτική ρητορική, άρχισε την πρακτική του με την βοήθεια γιατρών άλλωστε, γιατρών ίδιου ήθους με όλων αυτών που -με το αζημίωτο...- κράτησαν στα στρατόπεδα ζωντανές κάποιες εγκύους και τις άφησαν να γεννήσουν καίγοντας κατόπιν τις θηλές με ασβέστη, μόνο για να μετρήσουν πόσες ημέρες θα άντεχε το ανθρωπάκι, όπως το ριγμένο στον κάδο γατάκι ή κουταβάκι, άσιτο, ώστε να κληροδοτήσουν αυτήν την “χρήσιμη επιστημονική γνώση” στην ανθρωπότητα... Γαμώ τον αποκτηνωμένο απ' τους “καθαρούς” ανθρώπους πλανήτη μας μέσα!).
Ο Πέπος, ο επιζήσας, που νοσηλεύτηκε μήνες με τύφο, κυοφορώντας την σήψη του αδελφικού φίλου του. Το οικογενειακό μυστικό της συντριπτικής κακοποίησης που θα έκανε και πολλά από τα παιδιά τους (ανάλογα και το πως το χειρίστηκαν οι γονείς, βλέπε την ανάλυση του Serge Tisseron) επιρρεπή στη βία. Δεν του ξαναμίλησε για το θέμα ποτέ.
Κατέκατσαν τα δακτυλίδια του καπνού. Επιστροφή στην Σαλονίκη. Ζέστη ανυπόφορη και η αίσθηση της εθνικής και της παγκόσμιας ήττας. Ιούλιος του 2014. Με την σφαγή στην Παλαιστίνη σε εξέλιξη, με έναν λαό που δεν παραδίνεται. Με δυο λαούς στο βάθος. Η αντοχή η ελπίδα και η σκληρότητα του ανθρώπου σε μια τραγωδία αιώνων.
- “Γιατί φέρατε τόσα φάρμακα;” θέλησα να την σταματήσω για λίγο ακόμη με την πιο ηλίθια ερώτηση στον κόσμο (ειδικότης μου!). Δεν χρειάστηκε. Κάποια χρόνια πριν, στο “Ένα Καράβι για την Γάζα” είχα γνωρίσει ένα απ' τα καλύτερα και γενναιότερα ζευγάρια ανθρώπων που γνώρισα ποτέ. Έναν γιο και μια μάνα. Η μάνα υπέργηρη μα ζωντανή αριστερή Εβραία της πάλαι ποτέ “ενοχλητικής” για όλα τα καθεστώτα Διασποράς, που χάθηκε σε συντριπτικό πια βαθμό μέσα στα κατά κύριο λόγο βρώμικα νερά του Ισραηλινού απαρτχάιντ. Ο γιος ένας γενναίος Σουηδός και ένας ακτιβιστής ναύτης “σ' όλα μέσα”, (λες και τον κυνηγούσαν όλοι οι νεκροί του μαζί και μπορούσε να ακούει καθαρά την φωνή τους λόγω της παιδείας και της πολιτικής, όχι ιδεοληπτικής, του συνείδησης) που θα χε “δυο κόσμους ολόκληρους” να πει σ΄ ένα κρασί με τον Καββαδία.
Στην συνέντευξη τύπου (που θάφτηκε από τα καναλάκια μας στα οποία δεν χωρούσε μια τόσο μεγάλη απάντηση) τον ρωτήσαν “Γιατί συμμετέχετε;”. Πρόσεξα πως πέρα από τους από όπου γης συντρόφους του (η ίδια ράτσα που θα κανε μπριγάδα για την Ισπανία το 30) γύρισε να κοιτάξει την μάνα του: “Όταν η μητέρα μου “επέστρεψε” (και ναι όλοι ξέραμε “από που” σε κείνη την αίθουσα, παρά την προπαγάνδα δεν είχαμε νοσταλγούς του Χίτλερ, που τα απόνερα του ακόμη στοιχειώνουν την ανθρωπότητα) “Όταν η μητέρα μου “επέστρεψε”, είπε λοιπόν, μου είπε πως υπάρχουν δυο είδη Εβραίων: Αυτοί που μετά το Άουσβιτς αποφάσισαν πως δεν θα επιτρέψουν να ξανασυμβεί ποτέ σε κανέναν Εβραίο “αυτό”. Κι αυτοί που αποφάσισαν πως δεν θα επιτρέψουν να ξανασυμβεί ποτέ σε κανέναν Άνθρωπο στον κόσμο... Η μητέρα μου με έμαθε να ανήκω στο 2ο είδος... Κάτι που θα έπρεπε ισχύει για ανθρώπους όλων των φυλών καιν θρησκειών.
- “Γιατί φέρατε τόσα φάρμακα;” θέλησα να την σταματήσω για λίγο ακόμη με την πιο ηλίθια ερώτηση στον κόσμο, λες κι από την απάντηση θα ανακάλυπτα το πολύφερνο μυστικό της δικής τους και της δικής μας γιατριάς. Δεν χρειάστηκε.
ΥΓ: Στη Μένη, που μου διηγήθηκε την ιστορία της και την ερωτεύτηκα για πάντα.
ΥΓ: Στη Μένη, που μου διηγήθηκε την ιστορία της και την ερωτεύτηκα για πάντα.
http://www.tvxs.gr/
Σχόλια