Η ενεργειακή διάσταση της τουρκικής προκλητικότητας
Του Κωνσταντίνου Φίλη*
Η Τουρκία φαίνεται αποφασισμένη να οξύνει τα πνεύματα στην Ανατολική Μεσόγειο. Προκρίνει, λοιπόν, την κλιμάκωση ως την ενδεδειγμένη απάντηση στην (αυτο)περιθωριοποίησή της από τις ενεργειακές διεργασίες στην περιοχή.
Πράγματι, η Αγκυρα παρακολουθεί τα τελευταία χρόνια διαπραγματεύσεις, συνεννοήσεις, συμφωνίες, τόσο σε διακρατικό όσο και σε εταιρικό επίπεδο, ανήμπορη να τις επηρεάσει προς όφελός της. Η «απουσία» της από τον καθορισμό Αποκλειστικών Οικονομικών Ζωνών (ΑΟΖ) και τη συνακόλουθη συνεκμετάλλευση κοιτασμάτων που διαμοιράζονται σ’ αυτές, όπως επίσης και η περιφρόνηση για τις εκπεφρασμένες ενστάσεις της έναντι των διαγωνισμών για την εξόρυξη του ορυκτού πλούτου, που επισφραγίστηκε με τη συμμετοχή σημαντικών εταιρειών, αποδυναμώνουν αισθητά τις ηγεμονικές της βλέψεις, εφόσον εμφανίζεται να μην ελέγχει (ιδίως προς όφελός της) το υπό διαμόρφωση ενεργειακό γίγνεσθαι. Η χώρα, στο πρόσωπο της οποίας διάφοροι κύκλοι, κατά το παρελθόν, έβλεπαν την απάντηση στην ενεργειακή εξάρτηση της Ε.Ε. από τη Ρωσία, ως δυνάμει κόμβο διαμετακόμισης όλων των projects που παρακάμπτουν την τελευταία, δεν έχει λόγο σε αντίστοιχες διαδικασίες στη γειτονιά της.
Επιπρόσθετα, η διψασμένη αγορά της, η οποία, παρεμπιπτόντως, αγοράζει αέριο από Ρωσία, Αζερμπαϊτζάν και ειδικότερα το Ιράν σε υψηλές τιμές, με προφανή αντίκτυπο στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της, επιθυμεί διακαώς πρόσβαση στα κοιτάσματα της περιοχής, μέσω Τουρκοκυπρίων, αλλά και με απευθείας συμφωνίες, π.χ. με το Ισραήλ. Το γεγονός ότι στο εσωτερικό της χώρας δεν υπάρχει διασυνδεσιμότητα μεταξύ Ανατολής-Δύσης, Βορρά-Νότου προσδίδει ακόμη μεγαλύτερη αξία στην τροφοδοσία της με αέριο της Ανατολικής Μεσογείου. Η ιδανική εξέλιξη για τη γείτονα θα ήταν και να καταναλώνει μέρος τους αερίου της περιοχής και να το διαμετακομίζει στην Ευρώπη, ώστε να αναβαθμιστεί η γεωπολιτική της θέση.
Προϋπόθεση, ωστόσο, για την εμπλοκή της αποτελεί είτε η λύση του Κυπριακού, είτε και η εξομάλυνση των σχέσεών της με το Ισραήλ, και σε δεύτερο επίπεδο με τον Λίβανο. Σημαντική παράμετρος που επιδρά ποικιλοτρόπως στην ευρύτερη εξίσωση είναι και η ραγδαία επιδείνωση των σχέσεων Αγκυρας – Καΐρου. Υπό τις παρούσες συνθήκες, συνεπώς, η Τουρκία είναι υποχρεωμένη να περιμένει την κατάληξη των συζητήσεων μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, και μάλιστα, σε αντίθετη κατεύθυνση από την πραγματική της επιδίωξη, που είναι η χαλαρή συνομοσπονδία με δύο κράτη, ενώ την ίδια στιγμή το ψευδοκράτος δεν έχει κανένα ρόλο στις διαγωνιστικές διαδικασίες επιλογής υποψήφιων εταιρειών για την αξιοποίηση του ενεργειακού πλούτου της Κύπρου. Αυτή η κατάσταση, σε συνάρτηση με την απρόσκοπτη συνέχιση των εργασιών γεώτρησης και εξόρυξης εντός της κυπριακής ΑΟΖ (σε μια λογική business as usual), επιτείνει τις τουρκικές ανησυχίες για ενδεχόμενο αποκλεισμό της από τη νέα περιφερειακή αρχιτεκτονική.
Αν προσθέσουμε στην εικόνα την εκατέρωθεν απροθυμία τουρκικής και ισραηλινής ηγεσίας να συναινέσουν στην εξεύρεση ενός, έστω ελάχιστου, κοινού παρονομαστή, η Αγκυρα μοιάζει να μένει, επί του παρόντος, εκτός νυμφώνος. Μοναδικό ψήγμα αισιοδοξίας αποτελεί η κινητικότητα μεταξύ τουρκικών εταιρειών και των αντίστοιχων που εκμεταλλεύονται τα κοιτάσματα του Ισραήλ, εντούτοις το Τελ Αβίβ δυσκολεύεται να εμπιστευτεί τις προθέσεις του Ερντογάν.
Τούτων δοθέντων, η Τουρκία επιχειρεί να δηλώσει παρούσα διά της τεθλασμένης, υπογραμμίζοντας, παράλληλα, τα πάγια συμφέροντά της στην Κύπρο. Παρά τις βαθιές αντιφάσεις και την παραχάραξη του χάρτη στη βάση του δικαίου, μοιάζει διατεθειμένη να προχωρήσει στα επόμενα βήματα της επιθετικότητάς της. Στρατιωτικοποιώντας τα αδιέξοδά της, επιζητά, ταυτόχρονα, την επιστροφή των δύο κοινοτήτων στις διαπραγματεύσεις, ενώ θα επικρέμαται η δαμόκλειος σπάθη επέκτασης των διεκδικήσεών της εντός της κυπριακής ΑΟΖ, ίσως ακόμη και της ελληνικής υφαλοκρηπίδας. Στα χαρτιά, και στηριζόμενη σε προηγούμενες περιπτώσεις, η τουρκική ηγεσία προσδοκά ανταλλάγματα αντί της αποσταθεροποίησης, που θα πλήξει εξίσου στρατηγικά και επιχειρηματικά συμφέροντα. Εκτιμάει, ενδεχομένως, ότι ο ξένος παράγοντας, και δη η αμφιταλαντευόμενη αμερικανική ηγεσία, θέλοντας να αποφύγει επιπλέον σύγχυση, και ενώ επικρατεί αναβρασμός στην περιοχή, θα υποχρεωθεί να δεχτεί τους τουρκικούς όρους, προκειμένου να μη χάσει έναν χρήσιμο σύμμαχο στην απόπειρα σταδιακής αποκατάστασης της τάξης. Αξίζει, πάντως, να σημειώσουμε πως αυτή τη στιγμή η Αγκυρα δεν συνομιλεί σχεδόν με καμία ηγεσία από αυτές που θεωρούνται κομβικές για την επίλυση των ζητημάτων που ταλανίζουν τη Μέση Ανατολή, ενώ διατηρεί ανοιχτά μέτωπα με τις περισσότερες γειτονικές χώρες.
Αν τελικά αποφασίσει να περάσει στο επόμενο βήμα κλιμάκωσης, αυτό θα της κοστίσει ακριβά (όχι μόνο κεφαλαιακά), και μάλιστα με άδηλο το τελικό αποτέλεσμα. Σύμφωνα με τους σχεδιασμούς της, θα επιχειρηθεί η δημιουργία τετελεσμένων, με τη μονιμοποίηση της παρουσίας της, μέσω της μεταφοράς πλατφόρμας γεωτρήσεων και εξόρυξης εντός της κυπριακής ΑΟΖ. Διατηρώ σοβαρές επιφυλάξεις αν θα το αποτολμήσει, αλλά σε κάθε περίπτωση κάτι τέτοιο θα συνιστά ευθεία προσβολή της κρατικής υπόστασης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Παρ’ ότι δύσκολα θα εναντιωθεί, πολλώ δε μάλλον θα παρεμποδίσει τις υφιστάμενες εργασίες, με τη διατήρηση της έντασης ευελπιστεί στο μπλοκάρισμα (ή καλύτερα στην αποτροπή) της συνέχισης των διαδικασιών εκμετάλλευσης, υπό ανώμαλες συνθήκες. Τα ρίσκα μιας τέτοιας επιλογής είναι, επίσης, σημαντικά. Η εικόνα της αντιπαραγωγικής δύναμης θα ενισχυθεί, καθιστώντας δύσκολη την υπεράσπιση μιας χώρας που συστηματικά διχάζει αντί να γεφυρώνει διαφορές, ενώ τα αντανακλαστικά άλλων περιφερειακών δρώντων θα ενεργοποιηθούν, γεγονός που ίσως οδηγήσει σε περαιτέρω συσπείρωση για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση της τουρκικής επιθετικότητας. Τέλος, δεδομένης της σχέσης της ελληνικής πολιτείας με την αζέρικη Socar, θεωρώ αυτονόητη την υπόμνηση προς αυτήν για τις συνέπειες σε περίπτωση διευκόλυνσης της τουρκικής πλευράς.
* Διευθυντής Ερευνών του Ινστιτούτου Διεθνών ΣχέσεωνH ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ
Σχόλια