Οι ναιμεναλλάδες
Του Κώστα Βαξεβάνη
Όποιος αυτή την περίοδο δηλώνει πως δεν είναι μπερδεμένος με όσα συμβαίνουν γύρω του, ή λειτουργεί με σκοπιμότητες ή είναι βλάκας. Είναι η πρώτη φορά που οι περισσότεροι κάτοικοι αυτής της χώρας αντιλαμβάνονται πως κάτι πολύ σοβαρό συμβαίνει το οποίο δεν είναι προαποφασισμένο, δεν προκύπτει από την επικοινωνιακή μεθόδευση της διαπλοκής, δεν είναι κάτι συνηθισμένο. Δικαιολογούνται λοιπόν και τα μπερδέματα και τα “ναι” και τα “όχι” και τα “μεν αλλά”.
Υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν πως ο Τσίπρας έκανε ό,τι μπορούσε στη διαπραγμάτευση και κατέληξε να υιοθετήσει κάτι που είναι ενάντια στην πολιτική του πιστεύοντας πως θα καταφέρει να αντιστρέψει τα αρνητικά αποτελέσματα με αποφάσεις που θα αλλάξουν την κοινωνία και τη χώρα. Γι’ αυτό πρέπει να συνεχίσει να κυβερνά. Αυτό το “ναι” στον Τσίπρα μπορεί να συγκεντρώνει από πραγματιστές ή εραστές της εξουσίας έως μετριοπαθείς μη ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ που αντιλαμβάνονται τον Αλέξη Τσίπρα ως μοναδική καθαρή λύση ενάντια στη διαφθορά που είναι τόσο σοβαρό θέμα όσο και το εισόδημα που δεν φτάνει. Αν χτυπηθεί η διαφθορά λένε θα πάρουμε μια ηθική ικανοποίηση και ίσως και το εισόδημα να φτάνει.
Υπάρχει η άλλη κατηγορία που πιστεύει πως ο Αλέξης Τσίπρας έπρεπε να πει “όχι” στα μνημόνια και να τραβήξει έναν άλλο δρόμο που δεν ήταν άλλος από της σύγκρουσης. Το “όχι” αυτό έχει διάφορες προσεγγίσεις. Για άλλους είναι ιδεολογική κόκκινη γραμμή, για άλλους τυχοδιωκτισμός και επιβεβαίωση μιας ψευδοεπαναστατικής φύσης κατ’ επάγγελμα και για κάποιους το πολιτικό συμπέρασμα πως μόνο η ρήξη θα μπορούσε να φέρει μια νέα ποιοτική κατάσταση στην Ευρώπη.
Όταν αυτό το “όχι” και το “ναι” τοποθετηθούν στο εσωκομματικό πεδίο, τα πράγματα γίνονται πιο σκληρά αν και δεν είναι κατ’ ανάγκη και πιο ουσιαστικά. Δηλαδή δεν είναι βέβαιο πως ο κομματικός μηχανισμός του ΣΥΡΙΖΑ είναι φορέας των πιο προωθημένων αντιλήψεων για την πολιτική μόνο και μόνο επειδή κατέχει την εξουσία και αποδίδει στον εαυτό του το ρόλο της πολιτικής πρωτοπορίας. Ωστόσο, είναι αυτός που εκ των πραγμάτων θα αποφασίσει αν θα συμπορευτεί με τον Τσίπρα και τις αποφάσεις του.
Είναι προφανές πως όσοι συμφωνούν με τις επιλογές Τσίπρα θα μείνουν και θα τον στηρίξουν. Όσοι διαφωνούν πρέπει να διατυπώσουν με σαφήνεια το “όχι” τους εξηγώντας αν ο Τσίπρας είναι προδότης και ρίψασπις ή αν δεν έκανε αυτό που έπρεπε το οποίο όμως πρέπει να περιγράψουν μαζί με τα αποτελέσματά του και τη στρατηγική τους. Δεν φτάνει να λένε δηλαδή “έπρεπε να υπερασπίσουμε τα συμφέροντα του λαού και το όχι του δημοψηφίσματος”. Οφείλουν να πουν τι σημαίνει το “όχι” στη συμφωνία για τα επόμενα δύο χρόνια. Αυτό θα είναι σίγουρα τίμιο πολιτικά και ίσως και αποτελεσματικό.
Η διατύπωση του “όχι” κάτω από όποιο προβληματισμό, έχει τη μεγάλη ευθύνη της αποχώρησης. Με την ίδια λογική που ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν αδιανόητο να συμπράξει με την κυβέρνηση Παπαδήμου γιατί υπήρχε το μνημόνιο, δεν μπορούν και οι διαφωνούντες στο ΣΥΡΙΖΑ να επιδίδονται στο “ναι μεν αλλά” που τους θέλει κατά Τσίπρα, αλλά μέσα στο κυβερνητικό πολιτικό τοπίο.
Είναι λογικό πως για λόγους συνήθειας και πολιτικού εγωισμού ενεργοποιείται η γνωστή συγκρουσιακή αντίληψη των διασπάσεων με το επιχείρημα “δεν θα αφήσουμε το κόμμα στον Τσίπρα” που αργά ή γρήγορα μετατρέπεται σε “δεν αφήνουμε το κόμμα στους προδότες”.
Αυτή τη φορά όμως η Αριστερά δεν είναι το κόμμα της γωνίας αλλά ο πρωταγωνιστής. Το “ναι μεν αλλά” δηλαδή δεν τοποθετεί τους διαφωνούντες μόνο πάνω στη γραμμή της πολιτικής αναποφασιστικότητας αλλά και σε συμφέροντα. Οι “ναιμεναλλάδες” δεν μετέχουν μόνο των ιδεολογικών προβληματισμών αλλά της εξουσίας, της επιβεβαίωσης που παρέχει, του μισθού που εξασφαλίζει, της δύναμης που συντηρεί μέσω των πολιτικών ομηριών.
Μοιραία λοιπόν η αντιπαράθεση και η συζητούμενη διάσπαση έχει στον πυρήνα της λιγότερο αθώους προβληματισμούς και δεύτερες σκέψεις. Δεν εννοώ πως αυτοί οι άνθρωποι κάνουν λάθος στον προβληματισμό τους (ας περιμένουμε να το δείξει η ιστορία και η πολιτική αντί να προσκυνάμε πεφωτισμένες πρωτοπορίες στις οποίες ανήκουμε το δίχως άλλο) αλλά πως η ηθική και η ιστορία της Αριστεράς δεν επιτρέπει ναιμεναλλάδες αλλά σαφείς τοποθετήσεις. Δεν γίνεται να έχουν διαφωνίες γι αυτό που ονομάζουν καταστροφή της χώρας αλλά να συμμετέχουν στην άσκηση της εξουσίας με της οποίας τον πυρήνα διαφωνούν λέγοντας πως δεν δίνει τη δυνατότητα για άλλες εναλλακτικές. Αν θεωρούν πως η διαφωνία τους προκύπτει ακριβώς από την ιδεολογική τους καθαρότητα και το ήθος, τότε θα γνωρίζουν πως αυτά τα στοιχεία δεν έχουν “ναι μεν αλλά”. Να σταματήσουν να κρύβουν τους πολιτικούς εκβιασμούς και τις ομηρίες πίσω από την δήθεν διαφορετικότητα και τη διαλεκτική. Η διαλεκτική έχει ενότητα και πάλη των αντιθέτων ως συστατικά στοιχεία αλλά όχι για χάρη του εκβιασμού και του βολέματος. Οι εκκλήσεις για ενότητα της Αριστεράς δεν έχουν νόημα αν το άγχος της Αριστεράς δεν είναι η κοινωνία αλλά ο εαυτός της.
http://www.koutipandoras.gr/
Όποιος αυτή την περίοδο δηλώνει πως δεν είναι μπερδεμένος με όσα συμβαίνουν γύρω του, ή λειτουργεί με σκοπιμότητες ή είναι βλάκας. Είναι η πρώτη φορά που οι περισσότεροι κάτοικοι αυτής της χώρας αντιλαμβάνονται πως κάτι πολύ σοβαρό συμβαίνει το οποίο δεν είναι προαποφασισμένο, δεν προκύπτει από την επικοινωνιακή μεθόδευση της διαπλοκής, δεν είναι κάτι συνηθισμένο. Δικαιολογούνται λοιπόν και τα μπερδέματα και τα “ναι” και τα “όχι” και τα “μεν αλλά”.
Υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν πως ο Τσίπρας έκανε ό,τι μπορούσε στη διαπραγμάτευση και κατέληξε να υιοθετήσει κάτι που είναι ενάντια στην πολιτική του πιστεύοντας πως θα καταφέρει να αντιστρέψει τα αρνητικά αποτελέσματα με αποφάσεις που θα αλλάξουν την κοινωνία και τη χώρα. Γι’ αυτό πρέπει να συνεχίσει να κυβερνά. Αυτό το “ναι” στον Τσίπρα μπορεί να συγκεντρώνει από πραγματιστές ή εραστές της εξουσίας έως μετριοπαθείς μη ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ που αντιλαμβάνονται τον Αλέξη Τσίπρα ως μοναδική καθαρή λύση ενάντια στη διαφθορά που είναι τόσο σοβαρό θέμα όσο και το εισόδημα που δεν φτάνει. Αν χτυπηθεί η διαφθορά λένε θα πάρουμε μια ηθική ικανοποίηση και ίσως και το εισόδημα να φτάνει.
Υπάρχει η άλλη κατηγορία που πιστεύει πως ο Αλέξης Τσίπρας έπρεπε να πει “όχι” στα μνημόνια και να τραβήξει έναν άλλο δρόμο που δεν ήταν άλλος από της σύγκρουσης. Το “όχι” αυτό έχει διάφορες προσεγγίσεις. Για άλλους είναι ιδεολογική κόκκινη γραμμή, για άλλους τυχοδιωκτισμός και επιβεβαίωση μιας ψευδοεπαναστατικής φύσης κατ’ επάγγελμα και για κάποιους το πολιτικό συμπέρασμα πως μόνο η ρήξη θα μπορούσε να φέρει μια νέα ποιοτική κατάσταση στην Ευρώπη.
Όταν αυτό το “όχι” και το “ναι” τοποθετηθούν στο εσωκομματικό πεδίο, τα πράγματα γίνονται πιο σκληρά αν και δεν είναι κατ’ ανάγκη και πιο ουσιαστικά. Δηλαδή δεν είναι βέβαιο πως ο κομματικός μηχανισμός του ΣΥΡΙΖΑ είναι φορέας των πιο προωθημένων αντιλήψεων για την πολιτική μόνο και μόνο επειδή κατέχει την εξουσία και αποδίδει στον εαυτό του το ρόλο της πολιτικής πρωτοπορίας. Ωστόσο, είναι αυτός που εκ των πραγμάτων θα αποφασίσει αν θα συμπορευτεί με τον Τσίπρα και τις αποφάσεις του.
Είναι προφανές πως όσοι συμφωνούν με τις επιλογές Τσίπρα θα μείνουν και θα τον στηρίξουν. Όσοι διαφωνούν πρέπει να διατυπώσουν με σαφήνεια το “όχι” τους εξηγώντας αν ο Τσίπρας είναι προδότης και ρίψασπις ή αν δεν έκανε αυτό που έπρεπε το οποίο όμως πρέπει να περιγράψουν μαζί με τα αποτελέσματά του και τη στρατηγική τους. Δεν φτάνει να λένε δηλαδή “έπρεπε να υπερασπίσουμε τα συμφέροντα του λαού και το όχι του δημοψηφίσματος”. Οφείλουν να πουν τι σημαίνει το “όχι” στη συμφωνία για τα επόμενα δύο χρόνια. Αυτό θα είναι σίγουρα τίμιο πολιτικά και ίσως και αποτελεσματικό.
Η διατύπωση του “όχι” κάτω από όποιο προβληματισμό, έχει τη μεγάλη ευθύνη της αποχώρησης. Με την ίδια λογική που ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν αδιανόητο να συμπράξει με την κυβέρνηση Παπαδήμου γιατί υπήρχε το μνημόνιο, δεν μπορούν και οι διαφωνούντες στο ΣΥΡΙΖΑ να επιδίδονται στο “ναι μεν αλλά” που τους θέλει κατά Τσίπρα, αλλά μέσα στο κυβερνητικό πολιτικό τοπίο.
Είναι λογικό πως για λόγους συνήθειας και πολιτικού εγωισμού ενεργοποιείται η γνωστή συγκρουσιακή αντίληψη των διασπάσεων με το επιχείρημα “δεν θα αφήσουμε το κόμμα στον Τσίπρα” που αργά ή γρήγορα μετατρέπεται σε “δεν αφήνουμε το κόμμα στους προδότες”.
Αυτή τη φορά όμως η Αριστερά δεν είναι το κόμμα της γωνίας αλλά ο πρωταγωνιστής. Το “ναι μεν αλλά” δηλαδή δεν τοποθετεί τους διαφωνούντες μόνο πάνω στη γραμμή της πολιτικής αναποφασιστικότητας αλλά και σε συμφέροντα. Οι “ναιμεναλλάδες” δεν μετέχουν μόνο των ιδεολογικών προβληματισμών αλλά της εξουσίας, της επιβεβαίωσης που παρέχει, του μισθού που εξασφαλίζει, της δύναμης που συντηρεί μέσω των πολιτικών ομηριών.
Μοιραία λοιπόν η αντιπαράθεση και η συζητούμενη διάσπαση έχει στον πυρήνα της λιγότερο αθώους προβληματισμούς και δεύτερες σκέψεις. Δεν εννοώ πως αυτοί οι άνθρωποι κάνουν λάθος στον προβληματισμό τους (ας περιμένουμε να το δείξει η ιστορία και η πολιτική αντί να προσκυνάμε πεφωτισμένες πρωτοπορίες στις οποίες ανήκουμε το δίχως άλλο) αλλά πως η ηθική και η ιστορία της Αριστεράς δεν επιτρέπει ναιμεναλλάδες αλλά σαφείς τοποθετήσεις. Δεν γίνεται να έχουν διαφωνίες γι αυτό που ονομάζουν καταστροφή της χώρας αλλά να συμμετέχουν στην άσκηση της εξουσίας με της οποίας τον πυρήνα διαφωνούν λέγοντας πως δεν δίνει τη δυνατότητα για άλλες εναλλακτικές. Αν θεωρούν πως η διαφωνία τους προκύπτει ακριβώς από την ιδεολογική τους καθαρότητα και το ήθος, τότε θα γνωρίζουν πως αυτά τα στοιχεία δεν έχουν “ναι μεν αλλά”. Να σταματήσουν να κρύβουν τους πολιτικούς εκβιασμούς και τις ομηρίες πίσω από την δήθεν διαφορετικότητα και τη διαλεκτική. Η διαλεκτική έχει ενότητα και πάλη των αντιθέτων ως συστατικά στοιχεία αλλά όχι για χάρη του εκβιασμού και του βολέματος. Οι εκκλήσεις για ενότητα της Αριστεράς δεν έχουν νόημα αν το άγχος της Αριστεράς δεν είναι η κοινωνία αλλά ο εαυτός της.
http://www.koutipandoras.gr/
Σχόλια