Κρίση εμπιστοσύνης
του Τάσου Παππά
Το τελευταίο διάστημα δημοσιεύτηκαν ορισμένες έρευνες που αποτυπώνουν τις διαθέσεις των πολιτών απέναντι στην Ευρώπη και τους εγχώριους θεσμούς. Σύμφωνα με το ευρωβαρόμετρο, οι Ελληνες είναι σήμερα οι πιο απαισιόδοξοι στην Ευρώπη και σε ποσοστό 75% πιστεύουν ότι η Ε.Ε. πηγαίνει σε λάθος κατεύθυνση, αλλά επτά στους δέκα (περισσότεροι συγκριτικά με το 2014) τάσσονται υπέρ της παραμονής της χώρας στην ευρωζώνη.
Την ίδια στιγμή, πολύ χαμηλά ποσοστά αποδοχής έχουν τα κόμματα, το κοινοβούλιο, η Δικαιοσύνη και τα μέσα ενημέρωσης (MRB, Public Issue). Η δυσαρέσκεια για την Ευρώπη είναι φυσιολογική.
Η χώρα από το 2010 είναι βυθισμένη στην κρίση. Από τη φάση της υστερικής κατανάλωσης και της ευμάρειας περάσαμε σε μικρό χρονικό διάστημα και με οδυνηρό τρόπο στην οικονομική καθίζηση.
Το ΑΕΠ έχει πέσει κατά 25%, η ανεργία έχει εκτοξευτεί στο 26% και των νέων στο 50%, η μεσαία τάξη, δηλαδή η σπονδυλική στήλη της κοινωνίας, προλεταριοποιείται με ραγδαίο ρυθμό, το έτσι κι αλλιώς αναιμικό κοινωνικό κράτος συρρικνώνεται, η ανασφάλεια έχει εγκατασταθεί για τα καλά στις ψυχές των ανθρώπων.
Οι ευθύνες γι’ αυτήν τη θλιβερή εικόνα καταλογίζονται στο πολιτικό σύστημα γενικότερα, πρωτευόντως όμως στα κόμματα που κυβέρνησαν τα τελευταία σαράντα χρόνια, λεηλάτησαν τη χώρα και την άφησαν ανοχύρωτη. Δεν έχουν όμως οι πολίτες καλύτερη γνώμη για τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Τι τους χρεώνουν;
Δεν απέτρεψαν αυτήν την εξέλιξη αν και έβλεπαν προς τα πού πάνε τα πράγματα, επέλεξαν για συνομιλητές τα κόμματα και τους πολιτικούς που οδήγησαν τη χώρα στη χρεοκοπία, κυρίως όμως τους κατηγορούν επειδή τα σκληρά προγράμματα λιτότητας που επέβαλαν είχαν κεντρικό στόχο να σώσουν τις μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες, αδιαφορώντας για τις συνέπειες στην κοινωνία.
Με βάση αυτά τα στοιχεία, αλλά και την απαράδεκτη στάση της Ευρώπης στο προσφυγικό, πώς εξηγείται το γεγονός ότι, ενώ δηλώνουμε απογοητευμένοι με την πορεία της Ε.Ε., δεν θέλουμε να φύγουμε από την ευρωζώνη και αντιμετωπίζουμε το νόμισμα περίπου σαν φετίχ;
Πρόκειται για κείνες τις διλημματικές καταστάσεις που δεν έχουν εύκολες απαντήσεις: Ξέρεις τι δεν σ’ αρέσει, γιατί δεν σ’ αρέσει, δεν ξέρεις όμως πώς θα το αλλάξεις, με τι θα το αντικαταστήσεις και μέχρι να το βρεις ή να σου το παρουσιάσουν, περιμένεις.
Και εδώ προκύπτει η ευθύνη των κομμάτων να συνειδητοποιήσουν τα όρια μιας συγκεκριμένης αντίληψης για την πολιτική δράση στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης. Αν επιχειρήσεις μια πορεία στα τυφλά, χωρίς συμμάχους, με μοναδικό όπλο τη βεβαιότητά σου ότι έχεις δίκιο, υπερεκτιμώντας τις δυνάμεις σου και υποτιμώντας τους συσχετισμούς, γρήγορα θα βρεθείς στη δυσάρεστη θέση να υποχωρήσεις ατάκτως για να προλάβεις τα χειρότερα.
Η πρώτη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛΛ. προσπάθησε να συμφιλιώσει ένα κεϊνσιανικής λογικής πρόγραμμα με τη σημερινή πραγματικότητα στην Ευρώπη όπου κυριαρχεί ο νεοφιλελευθερισμός. Καλλιέργησε προσδοκίες ότι κάτι τέτοιο ήταν εφικτό, αλλά προσγειώθηκε ανώμαλα και αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει, προκαλώντας κύματα απογοήτευσης. Το αποτέλεσμα της χαμένης μάχης είναι μπροστά μας.
Εχει ενισχυθεί το ρεύμα αμφισβήτησης του πολιτικού συστήματος, αλλά και της ίδιας της δημοκρατίας ως μοντέλου διακυβέρνησης. Από την αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ φάνηκε καθαρά ότι δεν μπορείς να διαχειριστείς τη νέα κατάσταση με τα εργαλεία του παρελθόντος. Γιατί όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν, «οι κυβερνήσεις πιέζονται διπλά: Από τη μια πλευρά πρέπει να απαντήσουν στους πολίτες ψηφοφόρους τους, οι οποίοι απαιτούν από τους πολιτικούς να υλοποιήσουν αυτά για τα οποία τους ψήφισαν.
Από την άλλη, η αλληλοεξαρτημένη παγκόσμια πραγματικότητα -οι αγορές, τα χρηματιστήρια, ο χρηματοπιστωτικός τομέας και οι άλλες εξουσίες που δεν εξέλεξε ποτέ κανείς- τις εμποδίζουν να τηρήσουν τις υποχρεώσεις. Η κρίση εμπιστοσύνης γεννιέται απ’ αυτή τη διπλή πίεση. Νιώθουμε όλοι ότι πλέον οι δημοκρατίες δεν λειτουργούν, αλλά δεν ξέρουμε πώς να τις διορθώσουμε ή με τι να τις αντικαταστήσουμε» («Η Εποχή» 21-2-2016).
Στο περιβάλλον της πολύπλευρης κρίσης δεν είναι λοιπόν καθόλου περίεργο ότι σε αρκετές χώρες της Ευρώπης (στην Ελλάδα λιγότερο) κερδίζουν έδαφος οι δυνάμεις που σαλπίζουν την επιστροφή στο έθνος-κράτος και φλερτάρουν με αυταρχικές λύσεις. Το ισχυρό εκλογικό εκτόπισμα της Ακρας Δεξιάς ακόμη και σε χώρες που έχουν πλούσια παράδοση ανεκτικότητας επιβεβαιώνει τους φόβους.
Την ίδια στιγμή η Αριστερά δυσκολεύεται να αρθρώσει εναλλακτικό λόγο για την Ευρώπη, ικανό να συσπειρώσει και να εμπνεύσει. Πολυδιασπασμένη ως συνήθως, με τις συνιστώσες της σε διαρκή εμφύλιο, κινείται ανάμεσα στον ηττοπαθή συμβιβασμό με τη Δεξιά (σοσιαλδημοκρατία), στη λογική της ηρωικής εξόδου χωρίς οδικό χάρτη (αντισυστημικά και κομμουνιστικά κόμματα) και στην αμήχανη αντίσταση (η ριζοσπαστική πτέρυγά της) με βραχνιασμένα επιχειρήματα του τύπου «μέσα και ενάντια» (Τόνι Νέγκρι, Σλαβόι Ζίζεκ).
http://www.efsyn.gr/
Σχόλια