Ο Πακιστανός ράφτης
του Παντελή Καψή
έτος απέκτησα πέντε μαγιό! Όχι δεν με έπιασε καταναλωτική μανία. Εδώ και χρόνια αγοράζω ένα μαγιό κάθε καλοκαίρι καθώς το μαγιό της προηγούμενης σεζόν μένει από λάστιχο. Κάθε φορά ελπίζω ότι το νέο μαγιό θα αντέξει λίγο παραπάνω αλλά μάταια. Φτηνά ή ακριβά, γνωστής μάρκας ή όχι, όλα μοιάζουν να έχουν ίδια ημερομηνία λήξης. Παρ’ όλα αυτά δεν τα πετάω. Τα λυπάμαι, μου φαίνονται ουσιαστικά καινούργια και επιμένω να τα φοράω σφίγγοντας το κορδόνι, αναγνωρίζοντας ότι προσφέρω ελαφρώς κωμικό θέαμα με τη σουφρωμένη μέση. Καθυστερώ έτσι να φορέσω το καινούργιο ελπίζοντας ότι θα το κάνω να αντέξει λίγο περισσότερο. Φέτος όμως όλα άλλαξαν. Διεκτραγωδούσα με πολλές δόσεις υπερβολής την κατάσταση των μπανιερών μου μπροστά στη Γιώτα όταν μου βρήκε τη λύση.
«Γιατί δεν μου τα δίνεις να τα πάω να τους αλλάξω το λάστιχο. Έχουμε στη γειτονιά ένα φοβερό Πακιστανό ράφτη που κάνει ό,τι θέλεις».
Αυτό ήταν. Τα παλιά μου μαγιό θα αποκτούσαν ξανά τη χαμένη τους αξιοπρέπεια. Δεν θα ήταν δύσκολο σκέφτηκα, θα βάζει από μέσα ένα λάστιχο που δεν θα φαίνεται. Όμως όχι. Όπως μου εξήγησε η Γιώτα ξηλώνει τις ραφές και αντικαθιστά το λάστιχο ώστε να φαίνονται σαν καινούργια. «Οι δικοί μας δεν τα κάνουν πια αυτά» μονολόγησε.
Μια χαμένη τέχνη ή μια τέχνη που ποτέ δεν αποκτήσαμε; Το μυαλό μου έτρεξε στην παράδοση της πάλαι ποτέ ενωμένης Ινδίας. Υφαντουργοί τεχνίτες που έβγαζαν τα καλύτερα υφάσματα στον κόσμο. Οι Άγγλοι για δεκαετίες τα αγόραζαν με χρήματα από το εμπόριο στον Ατλαντικό για να τα ανταλλάξουν με σκλάβους από την Ανατολική Αφρική που τους χρησιμοποιούσαν στις φυτείες. Οι φύλαρχοι-δουλέμποροι έδιναν τα πάντα για τα αραχνοΰφαντα βαμβακερά που μόνο η Ινδία μπορούσε να παράγει. Μια αμαρτωλή τριγωνική σχέση που έσπασε με τη βιομηχανική επανάσταση, όταν ο μηχανικός αργαλειός πέτυχε ό,τι αιώνες στρατιωτικής κυριαρχίας δεν είχαν καταφέρει: να καταστήσει τους ουσιαστικά ανεξάρτητους Ινδούς παραγωγούς μη ανταγωνιστικούς και να μεταφέρει την παραγωγή των βαμβακερών στην Αγγλία δίνοντας πρόσθετη ορμή στη βιομηχανική επανάσταση.
Μέχρι τότε η Ευρώπη παρήγαγε σχεδόν αποκλειστικά μάλλινα ρούχα, άβολα πάνω στο σώμα και δύσκολα στο πλύσιμο. Οι παραγωγοί τους μάλιστα είχαν τόσο πληγεί από τον ανταγωνισμό της Ινδίας που για ένα διάστημα είχαν πετύχει να απαγορευτούν οι εισαγωγές βαμβακερών στην Αγγλία. Σε όσες περιπτώσεις μάλιστα προσπάθησαν να μεταφέρουν την παραγωγή βαμβακερών στην Ευρώπη, τα αποτελέσματα ήταν απογοητευτικά. Χρειάστηκαν διαδοχικές εφευρέσεις που εκμηχάνισαν τη διαδικασία παραγωγής ώστε να αλλάξει η ισορροπία του εμπορίου. Ακόμα και τότε, η ποιότητα των υφασμάτων της Ανατολής ήταν ανώτερη των ευρωπαϊκών.
Ο Εντμόντο Ντε Αμίτσις, Ιταλός περιηγητής και συγγραφέας,περιγράφει ως εξής την αγορά της Κωνσταντινούπολης στα τέλη του 19ου αιώνα: «Περπατάς ανάμεσα σε στοίβες και πύργους με μπροκάρ από τη Βαγδάτη, χαλιά από την Καραμανία, μετάξια από την Προύσα, υφαντά από το Ινδουστάν, μουσελίνες από την Βεγγάλη, εσάρπες από το Μαντράς, κασμίρια από την Ινδία... και ανάμεσα σε αυτούς τους θησαυρούς κοινά υφάσματα από τη Γαλλία και την Αγγλία, σε απαίσια χρώματα που είναι λες και ο λογαριασμός του ράφτη μπερδεύτηκε στις σελίδες ενός ποιήματος». (1)
Η παράδοση της υφαντικής αριστείας προφανώς δεν χάθηκε ολοκληρωτικά. Έμεινε έστω και σαν μνήμη. Ο Γκάντι μάλιστα είχε σαν σύμβολο της επανάστασής του τον αργαλειό. Πίστευε ότι κάθε νοικοκυριό έπρεπε να υφαίνει τα ρούχα που χρειαζόταν κι αυτή ήταν η δική του απάντηση στον οικονομικό ιμπεριαλισμό των Άγγλων. Είχε λάθος. Η οικοτεχνία δεν ήταν η λύση και η Ινδία σήμερα γίνεται ένας οικονομικός κολοσσός χάρη στη βιομηχανία. Ο Rabindranath Tagore, ο νομπελίστας Ινδός ποιητής που σε αντίθεση με τον Γκάντι υπήρξε κήρυκας του εκσυγχρονισμού, δικαιώθηκε από την ιστορία. Ο αργαλειός όμως βρήκε το δρόμο του ως τη σημαία της Ινδίας. Ένα τόσο ταπεινό εθνικό σύμβολο, σχεδόν συγκινητικό αν σκεφτεί κανείς τα ποτάμια αίματος που έχουν χυθεί στο όνομα του πατριωτισμού.
Πόσο συμμέτοχος σε αυτή την παράδοση να είναι άραγε ο Πακιστανός ράφτης; Ομολογώ ότι δεν ξέρω. Οι δυο χώρες ωστόσο χωρίστηκαν μόλις πριν από 69 χρόνια, η παράδοση είναι και δική του κι έφτασε και σε μας μέσα από τους δρόμους της μετανάστευσης. Για μένα το κέρδος ήταν πέντε μαγιό - κι ένα πουκάμισο που γύρισε το γιακά μέσα έξω κι έγινε κι αυτό καινούργιο. Για τη γειτονιά αμέτρητες μετατροπές ρούχων που χάρη στην τέχνη του δεν τα ξεχωρίζεις από τα καινούργια. Για την εθνική οικονομία πάλι ποιος να ξέρει; Πολλά μαγιό, πάντως.
Υ.Γ. Φυσικά υπάρχουν και άλλες εκδοχές. Η μεταποίηση των ρούχων είναι ενδεχομένως μια πολύ σύγχρονη τέχνη που ακμάζει στις φτωχές κοινωνίες. Ο ράφτης μας μπορεί να είναι ένα πολύ σύγχρονο φαινόμενο. Αυτό δεν εμποδίζει τον νου να ταξιδεύει ωστόσο.
(1) «Κωνσταντινούπολη», εκδόσεις Ποταμός.
http://www.athensvoice.gr/
Σχόλια