Ζούμε 6 άτομα με 750 ευρώ το μήνα : Η ασθένεια της ακραίας φτώχειας στην Ελλάδα
Ο Δημήτρης είναι 50 ετών. Δούλευε στο δήμο Πειραιά ως οδοκαθαριστής, με σύμβαση έργου, μέχρι που ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας τον οδήγησε στη αναπηρική σύνταξη. Έχει τέσσερα παιδιά, εκ των οποίων τα τρία ανήλικα, δύο εξ αυτών μάλιστα με προβλήματα υγείας. Η σύζυγός του, Βάσω, δεν εργάζεται λόγω ασθένειας.
“Zούμε έξι άτομα μόνο με 750 ευρώ το μήνα”, λέει ο ίδιος στο News 24/7. “Από το 2006 μέχρι το 2013, η αναπηρική σύνταξη και το επίδομα πρόνοιας αποτελούσαν το σταθερό μηνιαίο εισόδημα μας. Τα χρήματα έφθαναν μόνο για την κάλυψη βασικών αναγκών. Δυστυχώς, χάσαμε και την αναπηρική σύνταξη επειδή δεν είχα τη δυνατότητα να πληρώνω γιατρούς για να επανεξετάζουν την αναπηρία μου και να καταθέτω τα πιστοποιητικά στις επιτροπές του ΚΕΠΑ (Κέντρα Πιστοποίησης Αναπηρίας). Σήμερα, το βασικό μας εισόδημα είναι 600 ευρώ από το επίδομα πρόνοιας της γυναίκας μου και της άρρωστης κόρης μου και το οικογενειακό επίδομα των 150 ευρώ το μήνα. Τα φάρμακα μας τα προμηθευόμαστε δωρεάν από τα φαρμακεία του ΕΟΠΥΥ. Φαγητό παίρνουμε από την Εκκλησία και το συσσίτιο της Unesco στον Πειραιά. Τον προηγούμενο Σεπτέμβριο, μας έκοψαν το ρεύμα και με την βοήθεια συγγενών καταφέραμε να αποπληρώσουμε κάποιο ποσό και να ενταχθούμε στο κοινωνικό τιμολόγιο. Όμως, δεν μπορούμε να ανταποκριθούμε ούτε στη ρύθμιση. Ζήτημα μηνών να μας το ξανά κόψουν”.
Η παραπάνω μαρτυρία, μία από τις πολλές διαφορετικές περιπτώσεις που υπάρχουν γύρω μας, καταδεικνύει πως οικογένειες που προ κρίσης βρίσκονταν σε σχετική φτώχεια έχουν οδηγηθεί στις μέρες μας στην ακραία φτώχεια. Ποια, όμως, η διαφορά των δύο εννοιών; Διότι το 94,5% των πολιτών που δηλώνει πως τα βγάζει πέρα δύσκολα, δεν προσδιορίζει επακριβώς το όριο της φτώχειας.
Η “σχετική φτώχεια” είναι ένας ευρύτατα χρησιμοποιημένος όρος που τοποθετεί το όριο φτώχειας σε ένα ποσοστό του διάμεσου εισοδήματος. Για την Ευρώπη θεωρείται πως ζουν σε “σχετική φτώχεια” όσοι έχουν εισόδημα κάτω του 60% του διάμεσου εισοδήματος. Για παράδειγμα, το 2014, το όριο σχετικής φτώχειας στην Ελλάδα για ένα ζευγάρι με δύο παιδιά ήταν στα 790 ευρώ.
Η ακραία φτώχεια είναι ασθένεια
Από την άλλη, η ακραία φτώχεια δεν είναι το ίδιο με την οικονομική δυσπραγία. Οι άνθρωποι που εντάσσονται σε αυτή την κατηγορία δεν έχουν “τα αναγκαία προς το ζην”. “Η ακραία φτώχεια είναι ασθένεια”, τονίζει στο News 24/7 ο Θοδωρής Γεωργακόπουλος, διευθυντής Περιεχομένου της διαΝΕΟσις και προσθέτει. “Σύμφωνα με έρευνες, οι άνθρωποι που βρίσκονται σε αυτή τη κατάσταση δεν μπορούν να λειτουργήσουν σωστά στην κοινωνία, χάνουν 10 μονάδες IQ”, Πρόσφατη έρευνα του ανεξάρτητου, μη-κερδοσκοπικού ερευνητικού οργανισμού, διαΝΕΟσις, καταγράφει λεπτομερώς το πρόβλημα της ακραίας φτώχειας στη χώρα, αξιολογεί τις πολιτικές πρόνοιας που έχουν εφαρμοστεί και διατυπώνει συγκεκριμένες, ρεαλιστικές προτάσεις για την αντιμετώπισή του.
Για το 2016, το όριο της ακραίας φτώχειας κυμαινόταν από 176 ευρώ το μήνα για έναν άνθρωπο που ζει μόνος του σε ιδιόκτητο σπίτι σε χωριό, μέχρι 879 ευρώ το μήνα για τετραμελή οικογένεια που ζει στο νοίκι στην Αθήνα.
Το 2009, το 2,2 % του πληθυσμού ζούσε σε συνθήκες ακραίας φτώχειας. Όμως, το ποσοστό εκτινάχθηκε το 2013, αγγίζοντας το 17,1%. Έκτοτε, κάθε χρόνο μειώνεται λίγο και το 2016 κυμάνθηκε στο 13,6%, ποσοστό που αντιστοιχεί σε 1.488.714 πολίτες.
Tο προφίλ των ακραία φτωχών
Η έρευνα σκιαγράφησε το προφίλ των οικονομικά ασθενέστερων και, σύμφωνα με αυτή, o κυρίαρχος όγκος τους, δηλαδή το 22,6%, ανήκει στην ηλιακή κατηγορία των 18 - 29 ετών. Είναι κυρίως, νέοι, άνεργοι, δεν έχουν συνδικαλιστική εκπροσώπηση, ούτε καμία πολιτική δύναμη. Είναι πολιτικά αόρατοι και ως εκ τούτου το πολιτικό προσωπικό της χώρας, τους αγνοεί συστηματικά. Από τους 1.488.714 πολίτες, το 68,5% είναι άνεργοι, το 20,6% αυτοαπασχολούμενοι, το 2,9% συνταξιούχοι και το 0,6% υπάλληλοι Δημοσίου/ΔΕΚΟ/Τραπεζών.
Συνθήκες ακραίας φτώχειας καταγράφονται σε μεγαλύτερα ποσοστά στις περιφέρειες της Δυτικής Ελλάδας (17,9%), της Θεσσαλίας (15,6%), της Κεντρικής Μακεδονίας (16,7%), στην Αθήνα και σε πυκνοκατοικημένες περιοχές, ενώ περισσότερο πλήττονται τα νοικοκυριά που ζουν σε ενοίκιο σε σχέση με αυτά που έχουν στεγαστικό δάνειο.
Το 68,5% των ανέργων σε συνθήκες ακραίας φτώχειας
Η ανεργία είναι ο σημαντικότερος παράγοντας που εξηγεί τη δραματική έκρηξη του φαινομένου. Ενδεικτικά, το 2013, όπου καταγράφηκε το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα, η ακραία φτώχεια γιγαντώθηκε, φθάνοντας στην μεγαλύτερη τιμή της. Αυτό που προβληματίζει, όμως, είναι ότι, στη περίοδο της κρίσης, σταθερά το 68,5% των ανέργων έρχεται αντιμέτωπο με την ακραία φτώχεια, ποσοστό, που ήταν πολύ χαμηλότερο στο παρελθόν. Πού οφείλεται αυτό;
Στην Ελλάδα, σε αντίθεση με άλλες χώρες που αντιμετωπίζουν οικονομική κρίση, η επιδοματική πολιτική ελαττώνεται όσο γιγαντώνεται η κρίση. “Οι πολιτικές πρόνοιας της χώρας μας ήταν παραδοσιακά ελλιπείς, απλώς δεν ήταν πολύ ορατό, επειδή λίγοι ζούσαν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας”, σημειώνει ο κύριος Γεωργακόπουλος. Άλλωστε, όπως επισημαίνει “η Ελλάδα παραδοσιακά δαπανούσε για την κοινωνική πρόνοια ποσά συγκρίσιμα με των άλλων Ευρωπαϊκών χωρών. Ωστόσο, δυσανάλογα μεγάλο μέρος αυτών των ποσών ήταν πάντα οι δαπάνες για τις συντάξεις”.
Η κρίση, με άλλα λόγια, δεν δημιούργησε τα κενά προστασίας, απλώς ανέδειξε τις τραγικές συνέπειές τους. Το 2011, στην αρχή της κρίσης, το 35,1% των ανέργων ελάμβαναν κάποιας μορφής επιδοματικής στήριξης από το κράτος ενώ, το 2016, το ποσοστό ήταν μόλις 11,2%. “Ακόμα και οι ΗΠΑ, όταν βρέθηκαν σε κρίση το 2008, προέβλεψαν ότι θα αυξηθούν οι άνεργοι, και επέκτειναν τα προγράμματα στήριξής τους. Η χώρα μας, που δεν είχε και μεγάλη παράδοση αποτελεσματικής κοινωνικής πολιτικής ούτως ή άλλως, αποδείχτηκε εντελώς ανίκανη να αντιμετωπίσει τις συνέπειες μιας τόσο μεγάλης κρίσης στην φτωχοποίηση μεγάλου μέρους του πληθυσμού”, συνεχίζει ο κύριος Γεωργακόπουλος.
Είναι γεγονός πως η κρίση βρήκε τη χώρα μας εντελώς απροετοίμαστη και ορισμένα από τα μέτρα ενίσχυσης του κοινωνικού δικτύου ασφαλείας άρχισαν να εφαρμόζονται από τα μέσα του 2013, τα οποία, μάλιστα, εκπορεύθηκαν από προτάσεις των Θεσμών. “Τα περισσότερα μέτρα κοινωνικής πολιτικής και στήριξης των φτωχών που εφαρμόστηκαν μέσα στην κρίση, ήταν μνημονιακές υποχρεώσεις της χώρας, και όχι πρωτοβουλίες των ελληνικών κυβερνήσεων. Αντίθετα, οι πολύ προβεβλημένες πρωτοβουλίες ελληνικών κυβερνήσεων για επιδόματα σε ένστολους ή σε συνταξιούχους δεν είχαν καμία επίπτωση στην καταπολέμηση της ακραίας φτώχειας, καθώς δεν απευθύνονταν σε φτωχούς”, δηλώνει χαρακτηριστικά ο κύριος Γεωργακόπουλος. Σύμφωνα με τον ίδιο, από τα μέτρα που έχουν θεσπιστεί τα τελευταία χρόνια, κανένα δεν έχει συμβάλει στην αντιμετώπιση του προβλήματος, με εξαίρεση, ίσως, το ενιαίο επίδομα τέκνων που δίνεται σε φτωχές οικογένειες και βοηθά 85.000 ανθρώπους να γλιτώσουν από την ακραία φτώχεια κάθε χρόνο. Το δε Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα, που υλοποιήθηκε πανελλαδικά από τον περασμένο Φεβρουάριο ως "Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης", αναμένεται να βοηθήσει, αλλά, λιγότερους.
“Ασπιρίνη” η επιδοματική πολιτική για την ακραία φτώχεια
Κατά τον κύριο Γεωργακόπουλο, τα πιο επιτυχημένα προγράμματα καταπολέμησης της ακραίας φτώχειας είναι αυτά που περιλαμβάνουν την απευθείας εκταμίευση μικρών ποσών στους δικαιούχους, συνήθως με συγκεκριμένους όρους: “Για παράδειγμα, οι δικαιούχοι του Bolsa Familia, ενός προγράμματος που εφαρμόζεται στη Βραζιλία, είναι φτωχές μητέρες που έχουν την υποχρέωση να στέλνουν τα παιδιά τους στο σχολείο, να τους κάνουν όλα τα εμβόλια και να κάνουν και οι ίδιες τακτικές ιατρικές εξετάσεις για να συνεχίσουν να λαμβάνουν το επίδομα. Αλλά πράγματι, τέτοια προγράμματα δεν αρκούν από μόνα τους. Καθώς η μεγαλύτερη αιτία της ακραίας φτώχειας στην Ελλάδα και αλλού είναι η ανεργία, η σημαντικότερη πολιτική καταπολέμησής της είναι η αυτονόητη: Η ανάπτυξη και η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας”.
Προτάσεις για την ενίσχυση της κοινωνικής πολιτικής
Η διαΝΕΟσις διατυπώνει συγκεκριμένες προτάσεις για την ενδυνάμωση του κοινωνικού δικτύου ασφαλείας, οι οποίες θα κόστιζαν 830 εκ. ευρώ το χρόνο, που αντιστοιχεί σε 0,47% του ΑΕΠ, σώζοντας, έτσι, από την ακραία φτώχεια 163.800 άτομα. Αυτή η δέσμη μέτρων περιλαμβάνει την επέκταση του τακτικού επιδόματος ανεργίας, καθώς μόνο το 11% των ανέργων λαμβάνουν σήμερα το σχετικό επίδομα, την αναβάθμιση του ενιαίου επιδόματος στήριξης τέκνων κατά 20 ευρώ, δηλαδή στα 60 ευρώ ανά παιδί και την θεσμοθέτηση του επιδόματος ενοικίου για δικαιούχους του Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης.
“Αυτά τα μέτρα θα μείωναν την ακραία φτώχεια κατά 1,5% και το χάσμα φτώχειας κατά 14%. Αθροιστικά κοιτάζοντας το ποσό θα έλεγε κανείς ότι κοστίζουν πολύ, αλλά αυτό είναι ένα θέμα σχετικό. Εξαρτάται τις προτεραιότητες που έχει ο καθένας. Το κράτος μας δαπανά 38 φορές περισσότερα από αυτά τα χρήματα για συντάξεις. Δίνουμε πάνω από 2 δισ. ετησίως για συντάξεις σε πολίτες ηλικίας κάτω των 55 ετών”, καταλήγει ο κύριος Γεωργακόπουλος.
Σχόλια