Οι μέρες της επιστράτευσης
του Κώστα Μπλιάτκα
Το θυμάμαι έντονα, σχεδόν με κάθε λεπτομέρεια, εκείνο το ξύπνημα της 20ης Ιουλίου 1974,το Σάββατο της επιστράτευσης στη Θεσσαλονίκη, όπως και το πώς «πύκνωσαν» τα γεγονότα μέσα σε τρία εικοσιτετράωρα. Είναι συγκλονιστικό να ζεις «ιστορία» και να βλέπεις τα πράγματα μέσα από τα μάτια ενός μαθητή που ήταν δεν ήταν 17 χρονών.
Η πρώτη μου ας την πω κίνηση προς την πολιτική ενηλικίωση ήταν μια συζήτηση με δύο πρωτοετείς φοιτητές, με τους οποίους είχαμε γίνει φίλοι εκεί στο υπαίθριο καφέ του «Λουκά»- απέναντι από τη ΧΑΝΘ στην κατηφόρα για τη θάλασσα- με αφορμή την κοινή μας αγάπη για τη ροκ μουσική. Αυτή τη φορά μιλούσαν ανήσυχοι για τις καυτές εξελίξεις και την ένταση που υπήρχε. Ήταν πολιτικοποιημένοι. Πριν από πέντε μέρες, στις 15 Ιουλίου 1974 είχε ανατραπεί ο Μακάριος, ο οποίος κατάφερε να επιζήσει και να διαφύγει ενώ στη θέση του μπήκε ως «μαριονέτα», όπως έλεγαν, ο Σαμψών.
Για να καταλάβετε το κλίμα, ορισμένοι φοβισμένοι είχαν για εφόδια στα οπωροπαντοπωλεία καθώς σούπερ μάρκετ ελάχιστα υπήρχαν και εγώ από μεγάλα μαγαζιά μόνο τον «Κλαουδάτο» ήξερα και από την Αθήνα το «Μινιόν». Ένας από αυτούς τους φοιτητές, μας έλεγε ότι έμαθε από συγγενή που ζει στη Γερμανία ότι «σύντομα θα γίνει πολιτική αλλαγή στην Ελλάδα». «Μετά το Πολυτεχνείο η χούντα είναι φάντασμα» πρόσθετε..
Σαν έφηβοι, βέβαια, εύκολα γυρίζαμε στα καθημερινά μας. Ένα αναψυκτικό, μια μπύρα, ένα φραπεδάκι -καινουργιοφερμένο- στα υπαίθρια. Δύο τραγούδια έπαιζαν συνεχώς τα μεγάφωνα: Την «Κυρά Ζωή» με τον Μητροπάνο και το «Let Me Roll It» του Paul Mc Cartney με τους Wings… Στην Ικτίνου διαβάζαμε τις εφημερίδες κυρίως για τα αθλητικά και ήταν η περίοδος των μεταγραφών. Μέσα στα πυκνά γεγονότα εκείνου του Ιουλίου του ’74, ξεχωρίζει και μια είδηση που ικανοποίησε τους φιλάθλους του ΠΑΟΚ: υπέγραψε στην ομάδα ο Βραζιλιάνος Νέτο Γκουερίνο τον οποίο δοκίμασε ο Λες Σάνον και έμεινε ικανοποιημένος.
Στην Νταμούχαρη, τη γραφική αυτή ανατολική ακτή του Πηλίου αναμένονταν η κουκλάρα Σίσσυ, η Ρόμυ Σνάϊντερ. Το ρεπορτάζ ανέφερε ότι έψαχνε για ησυχία, μακριά από φωτογράφους, σε όμορφο φυσικό περιβάλλον με καθαρή θάλασσα.
Στην ατμόσφαιρα πάντως το έπιανες. Κάτι ερχόταν. Και ήρθε.
Σάββατο 20 Ιουλίου 1974. Μένουμε στη Σαρανταπόρου 40, δέκα μέτρα πάνω από τη Λεωφόρο Στρατού. Γειτονιά καμιά διακοσαριά μέτρα πριν από το Γ’ Σώμα Στρατού, τυρόπιτες από το ΦΙΝΟ στη συμβολή των δρόμων αυτών. Λίγο πιο πέρα, προς της Αγίας Τριάδος ήταν το εστιατόριο ΦΟΙΤΗΤΙΚΟΝ και απέναντι ο κινηματογράφος «Γαλαξίας».
Μετά την Πέμπτη Γυμνασίου, είχαμε εντατικά φροντιστήρια. Είχαμε προγραμματίσει το μεσημέρι να πάμε για μπάνιο στην Αγία Τριάδα με το λεωφορείο. Βλέπαμε για να «αδειάσει» το μυαλό από το διάβασμα, τα ματς του τότε θερινού πρωταθλήματος του ΟΠΑΠ. Θυμάμαι ότι ένας καλός φίλος, «σκουλήκι» φανατικό, μας έλεγε να πάμε να δούμε δυο νέους παίκτες του Άρη, τον Κούη και τον Μπαλλή που θα άφηναν εποχή
Κατά τις 11 μη έχοντας ξυπνήσει καλά καλά, κατέβηκα και πήρα γάλα κακάο και τυρόπιτα. Είχε μποτιλιάρισμα στη Στρατού και ακούγονταν πολλές φωνές αλλά δεν έδωσα σημασία, πιστεύοντας ότι ο κόσμος βιάζεται να πάει για τη θάλασσα!
Μέχρι που άκουσα λυγμούς πίσω μου. Ένας στρουμπουλός νέος με τους γονείς του, ετοιμάζονταν να ανέβουν στο λεωφορείο 10. Χαριλάου – Σταθμός. Φώναζε:
«Μαμά δεν φοβάμαι τον πόλεμο! Την πείνα φοβάμαι!»
«Τι πόλεμος;» ρωτάω στο τυροπιτάδικο.
«Μα δεν άκουσες; Μπήκαν οι Τούρκοι στην Κύπρο, κηρύχθηκε γενική επιστράτευση! Δεν σε κάλεσαν;»
«Μαμά δεν φοβάμαι τον πόλεμο! Την πείνα φοβάμαι!»
«Τι πόλεμος;» ρωτάω στο τυροπιτάδικο.
«Μα δεν άκουσες; Μπήκαν οι Τούρκοι στην Κύπρο, κηρύχθηκε γενική επιστράτευση! Δεν σε κάλεσαν;»
Ήμουν ψηλός ως έφηβος, ήμουν δεν ήμουν 17, αλλά άνετα με περνούσες για εικοσάρη. Δεν πάγωσα. Εδώ ο χοντρούλης δεν φοβήθηκε, σκέφτηκα.
Σε λίγα λεπτά περνά ένα ανοιχτό φορτηγό γεμάτο ενθουσιώδεις νέους στην καρότσα. Τι φώναζαν, όμως; Δεν άκουγα καλά μέσα στο πανδαιμόνιο. Μια και είχε κλείσει ο δρόμος, πήγα πιο κοντά για να καταλάβω…
«Χούλια, σού ‘ρχομαι»!
Ε, ποιος από τους ξαναμμένους εφήβους της γενιάς μου δεν ήξερε την Τουρκάλα Βουγιουκλάκη, τη Χούλια Κότσιγιτ;
«Χούλια, σού ‘ρχομαι»!
Ε, ποιος από τους ξαναμμένους εφήβους της γενιάς μου δεν ήξερε την Τουρκάλα Βουγιουκλάκη, τη Χούλια Κότσιγιτ;
Ανέβηκα σοκαρισμένος στο διαμέρισμα και έβαλα το ραδιοφωνάκι. Αντί για τις καλοκαιρινές ροκιές, ακούγαμε διαρκώς την ανακοίνωσιν του υπουργικού συμβουλίου της Χούντας «το οποίον συνελθόν υπό την προεδρίαν του κ. Αδαμαντίου Ανδρουτσοπούλου» και «εν όψει της δημιουργηθείσης καταστάσεως διέταξε γενικήν επιστράτευσιν».
Κατέβηκα και περπάτησα μέχρι την Εγνατία, είδα κλειστά καταστήματα άκουσα κι άλλα συνθήματα των επίστρατων οι οποίοι όπως μάθαμε σε λίγες μέρες ούτε στολές, ούτε πολεμικό υλικό , ούτε στοιχειώδη οργάνωση βρήκαν στα υποτυπώδη «κέντρα επιστράτευσης». Άλλο ένα μπάχαλο της Χούντας.
Ο δημοσιογράφος Χρίστος Ζαφείρης αναφέρεται σ εκείνη τη μέρα της επιστράτευσης γράφοντας μεταξύ άλλων στη σελίδα του «Θεσσαλονίκης Τοπιογραφία» :
«Οι κεντρικοί δρόμοι της πόλης παρουσίαζαν πρωτοφανή εικόνα με την έντονη κίνηση και το ετερόκλητο πλήθος των αυτοκινήτων που μετέφεραν στρατευμένους οι οποίοι προωθούνταν στις μονάδες και το «μέτωπο». Έχω έντονα στη μνήμη μου, πέρα από την προσωπική περιπέτεια της επιστράτευσης, μια τέτοια εικόνα με το σχετικό συμβολισμό που έδινε: Στην οδό Τσιμισκή, πάνω στην καρότσα επιταγμένου ανοιχτού φορτηγού, προφανώς κτηνοτρόφου, που έφερνε στις πλάγιες πλευρές του την επιγραφή «Ζώντα ζώα», στέκονταν ασφυκτικά δεκάδες επίστρατοι που χειρονομούσαν με το σήμα της νίκης, φώναζαν συνθήματα και τραγουδούσαν διάφορα εμβατήρια. Κοιτούσα με περίσκεψη την αυθόρμητη παρέλαση και σκέφτηκα ότι στην πραγματικότητα οι ενθουσιώντες νέοι τραβούσαν ως «ζώντα ζώα» επί σφαγήν»…
Το άλλο βράδυ έγινε συσκότιση στη Θεσσαλονίκη. Είχα πάει επίσκεψη σε συμμαθητή στο κέντρο, στην Πρασακάκη, καθώς οι τερατολογίες έλεγαν ότι καλά θα κάνετε να φύγετε από τα σπίτια σας όσοι μένετε κοντά στο Γ΄ Σώμα Στρατού! Μείναμε μέχρι τα ξημερώματα ξάγρυπνοι ακούγοντας δίσκους του Μίκη Θεοδωράκη, από πικάπ που έπαιζε από ηχείο ραδιοφώνου. Το αποσυνδέσαμε από το ράδιο και ακούγαμε τους… ψιθύρους από τη βελόνα και μόνο.
Οι πληροφορίες του φίλου από τη Γερμανία αποδείχθηκαν σωστές. Τη νύχτα της 23ης Ιουλίου ξέραμε ότι η χούντα κάλεσε τον Κωνσταντίνο Καραμανλή για να παραδώσει τη χώρα σε πολιτική κυβέρνηση και ότι ο ίδιος έρχονταν σε λίγες ώρες. Κάποιοι έβαλαν στο πικάπ τους μάλλον, κρυμμένους δίσκους του Μίκη, διότι με τα αυτιά μου άκουσα από το διπλανό διαμέρισμα τη «Μυρτιά» και δεν μπορεί να ήταν στο ραδιόφωνο. Όχι ακόμα, βέβαια…
Ένα μεγάλο πλήθος όλων των ηλικιών βρέθηκε στους δρόμους ενώ κάποιοι κρατούσαν ελληνικές σημαίες. Βρεθήκαμε στην Τσιμισκή μαζί με τους φοιτητές φίλους μας. Τους είχαμε τρελάνει στις ερωτήσεις. Τα πως και τα γιατί των εικοσιτετραώρων που συγκλόνιζαν τη χώρα. Τότε ακούσαμε για πρώτη φορά τη λέξη «προβοκάτορας». Μας έλεγαν «εδώ μέσα στο πλήθος έχει ανθρώπους του καθεστώτος που παρακολουθούν».
Νομίζω ήταν από τις τελευταίες στιγμές που κάποιοι φοβόντουσαν τις «μεθόδους» της επταετίας. Το πλήθος είχε μεγαλώσει τόσο που και οι «χαφιέδες» θα πρέπει να το είχαν πάρει το μήνυμα για το game over. Εξάλλου τα συνθήματα «Ελευθερία» και «Δημοκρατία» δονούσαν την ατμόσφαιρα ενώ άλλοι εννοώντας τον Καραμανλή, φώναζαν το «Ε-ε-έρχεται».
Ο Καραμανλής που έφτασε στην Αθήνα με το αεροπλάνο του προέδρου της Γαλλίας Ζισκάρ Ντ Εστέν , ορκίστηκε από τον αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ, παρουσία του «Προέδρου»Φαίδωνα Γκιζίκη, ως πρωθυπουργός. Είχαν περάσει εφτά χρόνια, τρεις μήνες και δύο μέρες από την μαύρη 21η Απριλίου 1967…
Η πολιτική μου ενηλικίωση εκείνο το ατελείωτο καλοκαίρι, συνεχίστηκε με τη συμμετοχή όλης της παρέας του φροντιστηρίου στην ομιλία του Κωνσταντίνου Καραμανλή που έγινε από μπαλκόνι του Μακεδονία Παλλάς, στις 31 Αυγούστου 1974, λίγες ώρες πριν εγκαινιάσει την 39η ΔΕΘ. Τις μέρες της Έκθεσης τοποθετήθηκε στην παραλία ο ορειχάλκινος έφιππος ανδριάντας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ύψους δώδεκα μέτρων. Το περίπτερο που συγκέντρωσε το μεγαλύτερο πλήθος ήταν της Κύπρου που λειτούργησε ως χώρος προσκυνήματος για τους νεκρούς της εισβολής και κατοχής στο νησί.
Δεν είχα ξαναδεί τόσο κόσμο μαζεμένο στην παραλιακή λεωφόρο μέχρι και το λιμάνι, όσο σ αυτή την συγκέντρωση. Οι εφημερίδες την άλλη μέρα έγραφαν για 300.000 κόσμο. (Βέβαια οι «λαοθάλασσες» γενικεύθηκαν τη δεκαετία του 1980 με πιο εντυπωσιακές αυτές με ομιλητή τον Ανδρέα Παπανδρέου. Ειδικά η παλιά και η νέα παραλία της Θεσσαλονίκης πάντα έδιναν την ευκαιρία για «καλή σκηνοθεσία»).
Θυμάμαι το σύνθημα που ακούστηκε πιο πολλές φορές: «Δώστε τη χούντα στο λαό», αλλά και το «Έξω οι Αμερικάνοι». Σε τρεις μόλις μέρες , στις 3 του Σεπτέμβρη 1974 ο Ανδρέας Παπανδρέου παρουσίασε την ιδρυτική διακήρυξη του ΠΑΣΟΚ.
Μέσα σ όλα ήρθε η αναμενόμενη και τάχιστη υπερπολιτικοποίηση των νέων η οποία εκφράστηκε με τραγούδια του Μίκη και άλλων έντεχνων συνθετών, ακόμα και με αντάρτικα, με τα γένια , τα τζιν και τα τζάκετ που… γενικεύθηκαν το φθινόπωρο, με την αγορά πολιτικών εντύπων και με τις πολλές διαδηλώσεις. Η Μεταπολίτευση άρχιζε. Εκλογές, δημοψήφισμα, η Αριστερά στο προσκήνιο, τα αμφιθέατρα να παίρνουν φωτιά από συζητήσεις και οι πλατείες από διαδηλώσεις, το αίτημα για αποχουντοποίηση, η έξοδος από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, το «Καραμανλής ή τανκς», ο Ανδρέας, ο Χαρίλαος, ο Λεωνίδας, ο Γεώργιος Μαύρος…
protagon.gr
Σχόλια