Στο κατώφλι μας κοιμάται ένας θεός
Αύγουστος. Ο ολοστρόγγυλος
μήνας του φωτός που διαδέχθηκε τον Ιούλιο των πτωμάτων και των
ατοπημάτων. Με το ολάνοιχτο «μάτι» να μη μας αφήνει χωρίς δάκρυ στα
μάτια μιας χώρας που μονίμως θρηνεί για εκείνα που δεν πράττει,
ψάχνοντας εκ των υστέρων για «ενόχους» και «συνένοχους», αίτιους και
υπαίτιους, αναίτιους και ανεύθυνους…
Τόσο φως και τόσο σκοτάδι. Τόσο λευκό και τόσο… «μαύρο». Τόσο πράσινο και τόσο γαλάζιο. Τόση άπλα και τόση ξάπλα. Τόσο άβουλοι που μετατρέπονται άρδην σε επιβουλεύοντες. Παραιτήσεις που δεν κατατίθενται, η αίσθηση ασφάλειας που αποσυντίθεται - σα κακομαγειρεμένο φαγητό που ξόμεινε στο πιάτο και ξίνισε από τις καυτές ανάσες χρόνων και χρόνων αδιαφορίας.
Πατρογονική γη σαν καλοκαιρινή ζωγραφιά. Παραλίες που εκτείνονται στης ονειροφαντασιάς την άκρη, μικρά περιβόλια δέκα δρασκελιές χώμα. Το αμπέλι να θροΐζει και τα σταφύλια να βαραίνουν γεμάτα χυμούς. Τα βαριά κλαδιά της λεμονιάς και της συκιάς οι δελεαστικοί καρποί. Ο ιδρώτας που δημιουργεί αραβουργήματα. Ο ήλιος που παίζει κρυφτούλι με τις ξύλινες γρίλιες. Η θάλασσα που σκοντάφτει στη στεριά κι η αρμύρα με το δάκρυ…
Καρπουζόφλουδες που γίνονται σε παιδικά χέρια σπασμένα καράβια με άρμπουρο ένα λεπτό ξυλάκι. Σπασμένες ψυχές, γεμάτες απελπισία για την πορεία αυτού του πλοιαρίου που λέγεται «πατρίδα». Του δώματος τα αγκαλιάσματα ερωτευμένων κορμιών μέσα στο καταμεσήμερο. Το θανατερό αγκάλιασμα της εξουσίας σε ότι είχε αξία. Τα πανηγύρια στα χωριά μας και οι χοροί στα βήματα των παιδικών μας αναμνήσεων. Το πανηγύρι των media πάνω στα καμένα και τα θαμμένα.
Μια βαρκούλα δεμένη στην άγκυρα της προσμονής μας. Οι διακαώς δεμένοι στους θώκους τους. Ο ήχος του κύματος. Ο αχός της κοινωνικής κατακραυγής. Της εκκλησιάς το καμπαναριό να διαγράφει του ορίζοντα την άκρη. Οι διαγραμμένες έννοιες αξιοπιστίας. Λέξεις πάνω σε λέξεις. Ανώνυμα φληναφήματα τύπου «Αννίτας Π». Το άνυσμα της ξεκούρασης. Το διάνυσμα της σύντομης επιστροφής στις αμόνοιαστες πόλεις.
Η εποχή της καλοκαιρινής έξαρσης, του υπνωτικού ήχου των τζιτζικιών, του καυτού απομεσήμερου στη παραλία με το λευκό βότσαλο. Της αποκάρωσης των καρπουζιών και ενίοτε, των ερώτων. Κάτω από το λεπτό λούστρο του ιδρώτα, η μυρωδιά της σιτρονέλας τη νύχτα και της ινδικής καρύδας τη μέρα, στα πασαλειμμένα με αντηλιακά, κορμιά. Τα γεμιστά της γιαγιάς, μοσχοβολούν δελεαστικά από το ανοιχτό παράθυρο στα στενοσόκακα των χωριών μας. Μια βουτιά στον πορτοκαλί κύκλο που διαγράφεται πάνω στη γαλαζοπράσινη θαλασσινή αγκαλιά. Το ραδιόφωνο να παίζει, εδώ και δεκαετίες, «το καλοκαιράκι στην ακρογιαλιά». Πριν της αποκλείσουν τη δίοδο, οικοπεδοφάγοι, οικιστές, ανήκεστοι εποικιστές…
Ένα γύρω, η επέλαση των τουριστών με τα «βραχιολάκια» και το πέδιλο φορεμένο με κάλτσα. Μπορεί να παραγγέλνουν μια γκρηκ σάλαντ με οχτώ φέτες ψωμί αλλά γνωρίζουν τον Κούρο και τα μελανόμορφα αγγεία. Ξέρουν τον Πυθαγόρα, τον Ηρόδοτο και τον Αρίσταρχο πριν αυτοί γίνουν οι μεροκαματιάρηδες του μικρού-πικρού καλοκαιριού, ξεπουλώντας καρτ ποστάλ με σακχαρόπηκτα ηλιοβασιλέματα και αβασίλευτα όνειρα.
Στο κατώφλι της πατρίδας μας, κοιμάται ένας θεός. Καθώς δρασκελούμε το κατώφλι, σκοντάφτουμε πάνω του, μα δεν τον αναγνωρίζουμε. Τον περνάμε για Σύρο πρόσφυγα, για Αφγανό μετανάστη, για εγχώριο πένητα. Για ζητιάνο και επαίτη.
Τον προσπερνάμε, τον λοιδορούμε, τον εμπαίζουμε. Του φοράμε χλαμύδα απόρριψης. Τον ταΐζουμε γεύμα βαθείας καταψύξεως, ζεσταμένο σε φούρνο μικροκυμάτων υπό τον ήχο των κυμάτων. Τον καλημερίζουμε με τη μίζερη επωδό της αναδουλειάς, των χρεών, των αμνημόνευτων μνημονίων, της μόνιμης κατήφειάς μας. Μέσα σε σαρανταπέντε -το πολύ- μέρες τουριστικής αιχμής, άντε να βγουν οι δυσβάσταχτες οικονομικές υποχρεώσεις μιας εθνικής και ετήσιας, νύχτας και νύστας!
Μα… στο κατώφλι μας κείτεται ο θεός. Ξένιος Δίας ή Κερδώος Ερμής; Αποκοιμήθηκε αποκαμωμένος κι αποκαρδιωμένος. Όμως… η πατρίδα μας είναι εκείνη που δε μοιάζει να ξυπνά!
http://www.efsyn.gr/
Τόσο φως και τόσο σκοτάδι. Τόσο λευκό και τόσο… «μαύρο». Τόσο πράσινο και τόσο γαλάζιο. Τόση άπλα και τόση ξάπλα. Τόσο άβουλοι που μετατρέπονται άρδην σε επιβουλεύοντες. Παραιτήσεις που δεν κατατίθενται, η αίσθηση ασφάλειας που αποσυντίθεται - σα κακομαγειρεμένο φαγητό που ξόμεινε στο πιάτο και ξίνισε από τις καυτές ανάσες χρόνων και χρόνων αδιαφορίας.
Πατρογονική γη σαν καλοκαιρινή ζωγραφιά. Παραλίες που εκτείνονται στης ονειροφαντασιάς την άκρη, μικρά περιβόλια δέκα δρασκελιές χώμα. Το αμπέλι να θροΐζει και τα σταφύλια να βαραίνουν γεμάτα χυμούς. Τα βαριά κλαδιά της λεμονιάς και της συκιάς οι δελεαστικοί καρποί. Ο ιδρώτας που δημιουργεί αραβουργήματα. Ο ήλιος που παίζει κρυφτούλι με τις ξύλινες γρίλιες. Η θάλασσα που σκοντάφτει στη στεριά κι η αρμύρα με το δάκρυ…
Καρπουζόφλουδες που γίνονται σε παιδικά χέρια σπασμένα καράβια με άρμπουρο ένα λεπτό ξυλάκι. Σπασμένες ψυχές, γεμάτες απελπισία για την πορεία αυτού του πλοιαρίου που λέγεται «πατρίδα». Του δώματος τα αγκαλιάσματα ερωτευμένων κορμιών μέσα στο καταμεσήμερο. Το θανατερό αγκάλιασμα της εξουσίας σε ότι είχε αξία. Τα πανηγύρια στα χωριά μας και οι χοροί στα βήματα των παιδικών μας αναμνήσεων. Το πανηγύρι των media πάνω στα καμένα και τα θαμμένα.
Μια βαρκούλα δεμένη στην άγκυρα της προσμονής μας. Οι διακαώς δεμένοι στους θώκους τους. Ο ήχος του κύματος. Ο αχός της κοινωνικής κατακραυγής. Της εκκλησιάς το καμπαναριό να διαγράφει του ορίζοντα την άκρη. Οι διαγραμμένες έννοιες αξιοπιστίας. Λέξεις πάνω σε λέξεις. Ανώνυμα φληναφήματα τύπου «Αννίτας Π». Το άνυσμα της ξεκούρασης. Το διάνυσμα της σύντομης επιστροφής στις αμόνοιαστες πόλεις.
Η εποχή της καλοκαιρινής έξαρσης, του υπνωτικού ήχου των τζιτζικιών, του καυτού απομεσήμερου στη παραλία με το λευκό βότσαλο. Της αποκάρωσης των καρπουζιών και ενίοτε, των ερώτων. Κάτω από το λεπτό λούστρο του ιδρώτα, η μυρωδιά της σιτρονέλας τη νύχτα και της ινδικής καρύδας τη μέρα, στα πασαλειμμένα με αντηλιακά, κορμιά. Τα γεμιστά της γιαγιάς, μοσχοβολούν δελεαστικά από το ανοιχτό παράθυρο στα στενοσόκακα των χωριών μας. Μια βουτιά στον πορτοκαλί κύκλο που διαγράφεται πάνω στη γαλαζοπράσινη θαλασσινή αγκαλιά. Το ραδιόφωνο να παίζει, εδώ και δεκαετίες, «το καλοκαιράκι στην ακρογιαλιά». Πριν της αποκλείσουν τη δίοδο, οικοπεδοφάγοι, οικιστές, ανήκεστοι εποικιστές…
Ένα γύρω, η επέλαση των τουριστών με τα «βραχιολάκια» και το πέδιλο φορεμένο με κάλτσα. Μπορεί να παραγγέλνουν μια γκρηκ σάλαντ με οχτώ φέτες ψωμί αλλά γνωρίζουν τον Κούρο και τα μελανόμορφα αγγεία. Ξέρουν τον Πυθαγόρα, τον Ηρόδοτο και τον Αρίσταρχο πριν αυτοί γίνουν οι μεροκαματιάρηδες του μικρού-πικρού καλοκαιριού, ξεπουλώντας καρτ ποστάλ με σακχαρόπηκτα ηλιοβασιλέματα και αβασίλευτα όνειρα.
Στο κατώφλι της πατρίδας μας, κοιμάται ένας θεός. Καθώς δρασκελούμε το κατώφλι, σκοντάφτουμε πάνω του, μα δεν τον αναγνωρίζουμε. Τον περνάμε για Σύρο πρόσφυγα, για Αφγανό μετανάστη, για εγχώριο πένητα. Για ζητιάνο και επαίτη.
Τον προσπερνάμε, τον λοιδορούμε, τον εμπαίζουμε. Του φοράμε χλαμύδα απόρριψης. Τον ταΐζουμε γεύμα βαθείας καταψύξεως, ζεσταμένο σε φούρνο μικροκυμάτων υπό τον ήχο των κυμάτων. Τον καλημερίζουμε με τη μίζερη επωδό της αναδουλειάς, των χρεών, των αμνημόνευτων μνημονίων, της μόνιμης κατήφειάς μας. Μέσα σε σαρανταπέντε -το πολύ- μέρες τουριστικής αιχμής, άντε να βγουν οι δυσβάσταχτες οικονομικές υποχρεώσεις μιας εθνικής και ετήσιας, νύχτας και νύστας!
Μα… στο κατώφλι μας κείτεται ο θεός. Ξένιος Δίας ή Κερδώος Ερμής; Αποκοιμήθηκε αποκαμωμένος κι αποκαρδιωμένος. Όμως… η πατρίδα μας είναι εκείνη που δε μοιάζει να ξυπνά!
Σχόλια