Ζέιτενλικ: Η ιστορία της μεγαλύτερης στρατιωτικής νεκρόπολης της χώρας
«Ζέιτενλικ» θα πει «ελαιώνας» στην τουρκική γλώσσα και η
περιοχή με την ονομασία αυτή στη δυτική Θεσσαλονίκη δήλωνε με σαφήνεια
ότι επρόκειτο για έναν τόπο με αιωνόβιες ελιές, που του έδωσαν και το
χαρακτηριστικό όνομα. Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, στην ίδια περιοχή,
σημάδια ανθρώπινης παρουσίας υπήρχαν στα κοιμητήρια της Αγίας
Παρασκευής που αναπτύχθηκαν μάλιστα στη θέση αρχαίων ειδωλολατρικών και
αργότερα χριστιανικών κοιμητηρίων. Ο ιστορικός και συγγραφέας
Κωνσταντίνος Νίγδελης, στην έκδοση με τίτλο «Στρατιωτικά Κοιμητήρια
Δυτικής Θεσσαλονίκης», στην οποία ανέτρεξε το ΑΠΕ-ΜΠΕ, πληροφορεί ότι η
συγκεκριμένη δομή, εγκαταλελειμμένη και απεριτείχιστη, προκαλούσε
δυσμενή σχόλια σε βάρος της Ελληνικής Κοινότητας. Έτσι, σχετική
πρωτοβουλία ανέλαβε η Φιλόπτωχος Αδελφότητα Θεσσαλονίκης, που
εκσυγχρόνισε και καλλώπισε το χώρο, με περιτείχιση και ανέγερση ομώνυμου
κοιμητηριακού ναού.
Περιγράφοντας τη δυτική Θεσσαλονίκη την εποχή εκείνη, επισημαίνει χαρακτηριστικά ότι «ήταν περίπου ένας έρημος τόπος, με απειροελάχιστους συνοικισμούς, ήσσονος σημασίας, τσιφλίκια παλαιότερα, όπως του Χαρμάνκιοϊ, δυτικά της Λαγκαδά – Βαρδαρίου, του Καρά ισίν – περιοχή Πολίχνης και Λεμπέτ, με μόνα σημάδια ανθρώπινης παρουσίας τα προαναφερόμενα κοιμητήρια, τους στρατώνες του Παύλου Μελά και τις εγκαταστάσεις των Λαζαριστών», που πήραν το όνομά τους από την έδρα του τάγματος των Λαζαριστών, την εκκλησία του Αγίου Λαζάρου στο Παρίσι.
Στο ύψος των κοιμητηρίων της Αγίας Παρασκευής εγκαταστάθηκαν λίγες προσφυγικές οικογένειες το 1914, ενώ μετά την πυρκαγιά του 1917 δημιουργήθηκε εκεί ο συνοικισμός πυροπαθών από Ισραηλίτες. Κέντρο του συνοικισμού ήταν η συναγωγή που έφερε το όνομα «Ετς Αχάιμ», δηλαδή «Δέντρο της Ζωής» και ήταν κτισμένη στη θέση του Πνευματικού Κέντρου του πρώην Δήμου Νεάπολης, στη γωνιά των οδών Αγίου Στεφάνου και Ιακώβου Παυλάκη.
Γιατί επιλέχθηκε η περιοχή για το συμμαχικό νεκροταφείο
Καθώς εξελισσόταν ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και διαμορφωνόταν το «Μακεδονικό Μέτωπο», τμήμα των συμμαχικών δυνάμεων αναπτύχθηκε γύρω από την πόλη της Θεσσαλονίκης, ενώ προέκυψαν ανάγκες για «την κάλυψη των αυξημένων ταφικών αναγκών λόγω του πολέμου»…
Το Ζέιτενλικ φάνηκε να πληροί τις απαραίτητες προδιαγραφές, δεδομένου και ότι «η ταφή των νεκρών από την αρχαιότητα έως και τις αρχές του 20ού αιώνα γινόταν -εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις- extra muros». H συγκεκριμένη έκφραση στα λατινικά υποδηλώνει τη συνήθεια δημιουργίας κοιμητηρίων εκτός των τειχών της πόλης.
Σύμφωνα άλλωστε με την εκτίμηση του κ. Νίγδελη, στην επιλογή αυτή σημαντικό ρόλο έπαιξαν επίσης η παρουσία του παρακείμενου μικρού κοιμητηρίου του Αγίου Βικεντίου και Παύλου, η μετατροπή των κτιριακών εγκαταστάσεων των Λαζαριστών σε στρατιωτικό νοσοκομείο και η συμφωνία όλων των συμμαχικών δυνάμεων για την εύρεση κάποιου κοινού χώρου ταφής όλων ανεξαιρέτως των πεσόντων κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Και δεν ήταν λίγοι, καθώς σήμερα πια στα συμμαχικά κοιμητήρια του Ζέιτενλικ αναπαύονται 20.500 στρατιώτες της Αντάντ. Ανάμεσά τους 8089 Γάλλοι, 7500 Σέρβοι, 3000 Ιταλοί, 1600 Βρετανοί, 400 Ρώσοι και 39 Βούλγαροι. Με δεδομένο, εξάλλου, ότι οι συμμαχικές δυνάμεις κατά τη διάρκεια των εχθροπραξιών, χρησιμοποίησαν αποικιακές στρατιωτικές δυνάμεις, γίνεται γνωστό ότι στους 8089 Γάλλους, περιλαμβάνονται επίσης 1222 άτομα από τη Σενεγάλη, 398 από τη Μαδαγασκάρη και την Ινδοκίνα και 343 Βορειοαφρικανοί.
Κατά τη διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων, η περιοχή χρησιμοποιήθηκε για την ταφή των νεκρών του πολέμου, ωστόσο η συμφωνία για την ίδρυση κοινού κοιμητηρίου υπογράφτηκε τον Νοέμβριο του 1918 από τις στρατιωτικές αρχές της Ελλάδας, της Γαλλίας, της Αγγλίας, της Σερβίας και της Ιταλίας. Η ελληνική κυβέρνηση αγόρασε τις απαιτούμενες εκτάσεις ενώ δαπάνες κατασκευής και συντήρησης του χώρου βάρυναν την αγγλική, τη γαλλική, την ιταλική και τη σερβική κυβέρνηση. «Εις τα μεικτά κοιμητήρια αι δαπάναι αύται καταμερίζονται μεταξύ των ενδιαφερόμενων κυβερνήσεων, κατ’ αναλογίαν του αριθμού των στρατιωτικών τάφων εκάστης εθνικότητος», αναφέρει το άρθρο 4 του νόμου 2473 του 1920.
«Ο θάνατος δεν γνωρίζει διαχωρισμούς»
Σήμερα το κοιμητήριο είναι χωροθετημένο σε πέντε τομείς, ανάλογα με την εθνικότητα των πεσόντων. Οι τάφοι των Σέρβων, Γάλλων και Ιταλών έχουν πάνω τους απλούς σταυρούς, ενώ στον αγγλικό τομέα πάνω από τους τάφους βρίσκονται ορθογώνιες πλάκες με σκαλιστούς σταυρούς. Στον γαλλικό τομέα, ο επισκέπτης μπορεί να διακρίνει στους τάφους την ένδειξη m για την ύπαρξη πολεμιστών από τη Μαδαγασκάρη, S για όσους κατάγονταν από τη Σενεγάλη, ανάποδο Α για τους τάφους των Τυνήσιων και των Μαροκινών και το άστρο του Δαβίδ για τους εβραϊκούς τάφους. Είναι, άλλωστε, αυτό το χαρακτηριστικό της συνύπαρξης τόσων διαφορετικών λαών που, κατά τον ιστορικό και συγγραφέα, Κωνσταντίνο Νίγδελη, χάρισε στη Θεσσαλονίκη τα προσωνύμια βαλκανική Μασσαλία, θαλάσσιο μαργαριτάρι της Ανατολής, κοσμοπολίτικη μυρμηγκοφωλιά, απέραντο στρατόπεδο όπου φωλιάζουν όλες οι φυλές του Ισραήλ, εφημεριδογραφική Βαβέλ κ.ά.
Με την επισήμανση πια ότι ο θάνατος δεν γνωρίζει διαχωρισμούς, ο κ. Νίγδελης περιγράφει το Ζέιτενλικ μιλώντας για «σειρές ατέλειωτες, δάσος ολάκαιρο από μαρμάρινους απλούς σταυρούς, που σχεδιάστηκαν σε ένα ομοιόμορφο πρότυπο, να υπενθυμίζουν στον διαβάτη επισκέπτη του χώρου, το αποτρόπαιο του πολέμου, στοιχείο προβληματισμού και συντήρησης της συλλογικής μνήμης».
Την έκδοση του τόμου με τίτλο «Στρατιωτικά κοιμητήρια Δυτικής Θεσσαλονίκης» ανέλαβαν η Μητρόπολη Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως, η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονία και η Περιφερειακή Ένωση Δήμων Κεντρικής Μακεδονίας, με αφορμή τις εκδηλώσεις που διοργάνωσαν για τα 100 χρόνια από τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Περιγράφοντας τη δυτική Θεσσαλονίκη την εποχή εκείνη, επισημαίνει χαρακτηριστικά ότι «ήταν περίπου ένας έρημος τόπος, με απειροελάχιστους συνοικισμούς, ήσσονος σημασίας, τσιφλίκια παλαιότερα, όπως του Χαρμάνκιοϊ, δυτικά της Λαγκαδά – Βαρδαρίου, του Καρά ισίν – περιοχή Πολίχνης και Λεμπέτ, με μόνα σημάδια ανθρώπινης παρουσίας τα προαναφερόμενα κοιμητήρια, τους στρατώνες του Παύλου Μελά και τις εγκαταστάσεις των Λαζαριστών», που πήραν το όνομά τους από την έδρα του τάγματος των Λαζαριστών, την εκκλησία του Αγίου Λαζάρου στο Παρίσι.
Στο ύψος των κοιμητηρίων της Αγίας Παρασκευής εγκαταστάθηκαν λίγες προσφυγικές οικογένειες το 1914, ενώ μετά την πυρκαγιά του 1917 δημιουργήθηκε εκεί ο συνοικισμός πυροπαθών από Ισραηλίτες. Κέντρο του συνοικισμού ήταν η συναγωγή που έφερε το όνομα «Ετς Αχάιμ», δηλαδή «Δέντρο της Ζωής» και ήταν κτισμένη στη θέση του Πνευματικού Κέντρου του πρώην Δήμου Νεάπολης, στη γωνιά των οδών Αγίου Στεφάνου και Ιακώβου Παυλάκη.
Γιατί επιλέχθηκε η περιοχή για το συμμαχικό νεκροταφείο
Καθώς εξελισσόταν ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και διαμορφωνόταν το «Μακεδονικό Μέτωπο», τμήμα των συμμαχικών δυνάμεων αναπτύχθηκε γύρω από την πόλη της Θεσσαλονίκης, ενώ προέκυψαν ανάγκες για «την κάλυψη των αυξημένων ταφικών αναγκών λόγω του πολέμου»…
Το Ζέιτενλικ φάνηκε να πληροί τις απαραίτητες προδιαγραφές, δεδομένου και ότι «η ταφή των νεκρών από την αρχαιότητα έως και τις αρχές του 20ού αιώνα γινόταν -εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις- extra muros». H συγκεκριμένη έκφραση στα λατινικά υποδηλώνει τη συνήθεια δημιουργίας κοιμητηρίων εκτός των τειχών της πόλης.
Σύμφωνα άλλωστε με την εκτίμηση του κ. Νίγδελη, στην επιλογή αυτή σημαντικό ρόλο έπαιξαν επίσης η παρουσία του παρακείμενου μικρού κοιμητηρίου του Αγίου Βικεντίου και Παύλου, η μετατροπή των κτιριακών εγκαταστάσεων των Λαζαριστών σε στρατιωτικό νοσοκομείο και η συμφωνία όλων των συμμαχικών δυνάμεων για την εύρεση κάποιου κοινού χώρου ταφής όλων ανεξαιρέτως των πεσόντων κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Και δεν ήταν λίγοι, καθώς σήμερα πια στα συμμαχικά κοιμητήρια του Ζέιτενλικ αναπαύονται 20.500 στρατιώτες της Αντάντ. Ανάμεσά τους 8089 Γάλλοι, 7500 Σέρβοι, 3000 Ιταλοί, 1600 Βρετανοί, 400 Ρώσοι και 39 Βούλγαροι. Με δεδομένο, εξάλλου, ότι οι συμμαχικές δυνάμεις κατά τη διάρκεια των εχθροπραξιών, χρησιμοποίησαν αποικιακές στρατιωτικές δυνάμεις, γίνεται γνωστό ότι στους 8089 Γάλλους, περιλαμβάνονται επίσης 1222 άτομα από τη Σενεγάλη, 398 από τη Μαδαγασκάρη και την Ινδοκίνα και 343 Βορειοαφρικανοί.
Κατά τη διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων, η περιοχή χρησιμοποιήθηκε για την ταφή των νεκρών του πολέμου, ωστόσο η συμφωνία για την ίδρυση κοινού κοιμητηρίου υπογράφτηκε τον Νοέμβριο του 1918 από τις στρατιωτικές αρχές της Ελλάδας, της Γαλλίας, της Αγγλίας, της Σερβίας και της Ιταλίας. Η ελληνική κυβέρνηση αγόρασε τις απαιτούμενες εκτάσεις ενώ δαπάνες κατασκευής και συντήρησης του χώρου βάρυναν την αγγλική, τη γαλλική, την ιταλική και τη σερβική κυβέρνηση. «Εις τα μεικτά κοιμητήρια αι δαπάναι αύται καταμερίζονται μεταξύ των ενδιαφερόμενων κυβερνήσεων, κατ’ αναλογίαν του αριθμού των στρατιωτικών τάφων εκάστης εθνικότητος», αναφέρει το άρθρο 4 του νόμου 2473 του 1920.
«Ο θάνατος δεν γνωρίζει διαχωρισμούς»
Σήμερα το κοιμητήριο είναι χωροθετημένο σε πέντε τομείς, ανάλογα με την εθνικότητα των πεσόντων. Οι τάφοι των Σέρβων, Γάλλων και Ιταλών έχουν πάνω τους απλούς σταυρούς, ενώ στον αγγλικό τομέα πάνω από τους τάφους βρίσκονται ορθογώνιες πλάκες με σκαλιστούς σταυρούς. Στον γαλλικό τομέα, ο επισκέπτης μπορεί να διακρίνει στους τάφους την ένδειξη m για την ύπαρξη πολεμιστών από τη Μαδαγασκάρη, S για όσους κατάγονταν από τη Σενεγάλη, ανάποδο Α για τους τάφους των Τυνήσιων και των Μαροκινών και το άστρο του Δαβίδ για τους εβραϊκούς τάφους. Είναι, άλλωστε, αυτό το χαρακτηριστικό της συνύπαρξης τόσων διαφορετικών λαών που, κατά τον ιστορικό και συγγραφέα, Κωνσταντίνο Νίγδελη, χάρισε στη Θεσσαλονίκη τα προσωνύμια βαλκανική Μασσαλία, θαλάσσιο μαργαριτάρι της Ανατολής, κοσμοπολίτικη μυρμηγκοφωλιά, απέραντο στρατόπεδο όπου φωλιάζουν όλες οι φυλές του Ισραήλ, εφημεριδογραφική Βαβέλ κ.ά.
Με την επισήμανση πια ότι ο θάνατος δεν γνωρίζει διαχωρισμούς, ο κ. Νίγδελης περιγράφει το Ζέιτενλικ μιλώντας για «σειρές ατέλειωτες, δάσος ολάκαιρο από μαρμάρινους απλούς σταυρούς, που σχεδιάστηκαν σε ένα ομοιόμορφο πρότυπο, να υπενθυμίζουν στον διαβάτη επισκέπτη του χώρου, το αποτρόπαιο του πολέμου, στοιχείο προβληματισμού και συντήρησης της συλλογικής μνήμης».
Την έκδοση του τόμου με τίτλο «Στρατιωτικά κοιμητήρια Δυτικής Θεσσαλονίκης» ανέλαβαν η Μητρόπολη Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως, η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονία και η Περιφερειακή Ένωση Δήμων Κεντρικής Μακεδονίας, με αφορμή τις εκδηλώσεις που διοργάνωσαν για τα 100 χρόνια από τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Σχόλια