Ανακαλύπτοντας ξανά την κόρη μου μέσα από το Instagram
Επιμέλεια: Νίκος Σπυρόπουλος
Λίγα πράγματα είναι περισσότερο επίπονα απ’ το να αγαπάς ένα 15άχρονο κορίτσι και ειδικότερα όταν είναι το παιδί σου. Ρώτησε κάθε μητέρα η οποία έχει ζήσει την κόρη της στην εφηβεία. Θα σου γνέψει το κεφάλι συγκαταβατικά. Ίσως ακόμη και να σου δώσει η ίδια την αγκαλιά που σου λείπει.
«Θα περάσει», μου λένε οι φίλοι. Το ξέρει το μυαλό σου. Η καρδιά σου όμως όχι. Είναι σαν μια κομματιασμένη τσάντα που πέφτουν από μέσα της ό,τι υπάρχει. Ξαφνικά, έπειτα από μια δεκαετία στην οποία τη φρόντιζες, την πήγαινες και την έπαιρνες από τις διάφορες δραστηριότητές της, τη βοηθούσες στο διάβασμα, της χτένιζες τα μαλλιά, πήγαινες μαζί της σε ραντεβού για παιχνίδι, της κρατούσες το χέρι για να περάσετε το δρόμο, βρίσκεται αποκλεισμένος από τη ζωή της. Η πόρτα του δωματίου είναι ερμητικά κλειστή. Μια στο τόσο, χτυπάω και μπαίνω μέσα. Πάντα όμως νιώθω παρείσακτη. Σαν εισβολέας.
Αναπολώ εκείνες τις νύχτες, όταν η κόρη μου, η Παυλίνα, δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Την αγκάλιαζα τρυφερά. Η ζέστη του σώματός της ενώνονταν με τη δική μου και κοιμόμασταν αμέσως.
Σήμερα, σχεδόν δεν τη βλέπω. Ούτε της μιλάω. Είναι απασχολημένη με το σχολείο ενώ όταν έχει ελεύθερο χρόνο προτιμάει να βγει με τους φίλους της. Το καταλαβαίνω.
Αποσπάσματα από τη ζωή της ακούγονται κάποιες φορές από το δωμάτιό της. Συζητήσεις και γέλια. Αγαπημένα τραγούδια της παίζουν κάποιες φορές στο αμάξι από το κινητό της. Όταν επιχειρώ να επικοινωνήσω μαζί της, μου γυρίζει μπούμερανγκ. Πριν από μερικούς μήνες, έβαλε το τραγούδι «The rain song» των Led Zeppelin. Ένα από τα αγαπημένα μου κομμάτια όταν ήμουν στην ηλικία της. Της το είπα αλλά δεν αντέδρασε. Έκανα το μοιραίο λάθος να προσπαθήσω να το παίξω για εκείνη στην ακουστική μου κιθάρα όταν γυρνούσαμε σπίτι. Μάθαινε η ίδια κιθάρα και σκέφτηκα ότι ίσως θέλει να μάθει τις συγχορδίες.
Με τα βίας άκουσε την αρχή. Έτρεξε απάνω στο δωμάτιό της. Από τότε έχει να ακούσει Led Zeppelin. Τουλάχιστον απ' όσο ξέρω.
Το ξέρω. Θυμάμαι με ποιόν τρόπο αντιμετώπιζα και εγώ τη μητέρα μου όταν ήμουν σ’ αυτήν την ηλικία. Δεν ήθελα να της μιλήσω. Ούτε ακόμα να περπατάω μαζί της στο πεζοδρόμιο. Εξοργίστηκα απίστευτα όταν κρυφοκοίταξε το ημερολόγιό μου. Προφανώς, έψαχνε για πληροφορίες μήπως και καπνίζω μαριχουάνα ή για τη σεξουαλική μου ζωή.
Μόνο τώρα που έχω και εγώ ένα κορίτσι στην εφηβεία συνειδητοποιώ για πρώτη φορά ότι η μητέρα μου δεν έψαχνε καν να βρει κάτι να με ενοχοποιήσει. ‘Έψαχνε απλώς εμένα. Προσπαθούσε να ρίξει μια κλεφτή ματιά στο κορίτσι που είχε γεννήσει. Στον άνθρωπο που μεγάλωσε με φροντίδα και πλέον απομακρυνόταν πολύ γρήγορα μακριά της.
Κάπου εδώ κατάλαβα το πιο στενάχωρο. Δεν έβλεπα την Παυλίνα στην καθημερινότητά της. Να λέει αστεία. Να κλαίει. Την έχανα από τον κόσμο. Το οποίο βέβαια είναι το νόημα του να μεγαλώνουν τα παιδιά σου. Εάν κάνεις καλή δουλειά τότε βγαίνουν εκεί έξω, στον κόσμο, και φτιάχνουν τη ζωή τους.
Πριν από λίγες ημέρες, συνάντησα τυχαία τη Maddie. Τη φίλη του μεγαλύτερού μου γιου, του Dean που σπουδάζει. Μιλήσαμε για το πώς πάνε οι σπουδές της, εάν έχει μιλήσει με τον Dean. Εάν της έλειπε το σπίτι της. Και μετά με ρώτησε: «Πώς είναι η Παυλίνα;».
«Καλά είναι, νομίζω», απάντησα, αναφέροντας ότι είχε ξεκινήσει μαθήματα φωτογραφίας. «Αγαπά τη φωτογραφία. Απεχθάνεται τον μαθηματικό της».
Με ανοιχτά τα μάτια η Maddie με ρώτησε: «Έχεις δει το Instagram της;».
Άρχισα να πανικοβάλλομαι. Σκεφτόμουν μόνο ό,τι είχα πει με άλλους γονείς για τα παιδιά τους. Το Instagram τους ήταν γεμάτο με αποκαλυπτικές φωτογραφίες. Γονείς που αναγκάστηκαν να πάρουν τα κινητά των παιδιών τους και να κρύψουν μακριά τους υπολογιστές τους λόγω των απρεπών φωτογραφιών. «Ω θεέ μου, σκέφτηκα. Έρχεται».
«Όχι», της απάντησα. «Γιατί;».
«Είναι φανταστικό», μου είπε η Maddie. «Είναι εκπληκτική φωτογράφος. Έχει πάνω από 1000 ακολούθους».
Δεν είχα ζητήσει ποτέ να δω το Instagram της Παυλίνας. Δεν ήξερα καν το όνομα που χρησιμοποιούσε στο λογαριασμό της. Αλλά χίλιους ακολούθους;
Εκείνο το βράδυ, βρήκα τη δύναμη και ζήτησα από την Παυλίνα αν μπορούσα να την ακολουθήσω στο Instagram. Εκ του θαύματος, δέχτηκε. Άρπαξα το κινητό μου και ξαφνικά ήταν μπροστά μου: Η ζωή της Παυλίνας. Ασπρόμαυρη και έγχρωμη.
Υπήρχαν φωτογραφίες με τις φίλες της να αράζουν. Φωτογραφίες με φίλους να χαζολογούν. Μια υπέροχη φωτογραφία με αγόρια με πατίνια. Μια καλλιτεχνική που απεικόνιζε ένα άδειο και τσαλακωμένο κρεβάτι μιας φίλης της. Ένα μοναχικό μέρος σε κάποιο γιαπωνέζικο εστιατόριο. Δεν υπήρχαν απλά φωτογραφίες, αλλά πανέμορφα κάδρα και πλάνα που φωτογράφισε η κόρη μου.
Τα social media κατηγορούνται πως καταστρέφουν τη δημοκρατία, απειλούν την προσοχή των παιδιών μας. Υπονομεύουν τον ιστό της κοινωνίας. Μέσα όμως απ’ αυτά, ήμουν σε θέση να είμαι μαζί με την Παυλίνα στον κόσμο εκεί έξω. Να δω ό,τι βλέπει εκείνη. Να σταθώ εικονικά δίπλα της. Να γίνω μάρτυρας, σε σχεδόν πραγματικό χρόνο, στα μέρη και τους ανθρώπους που βλέπει. Όχι με ρόλο γονιού αλλά με έναν άλλον, υπέροχο τρόπο.
Υπήρχαν υπέροχες φωτογραφίες από το μέρος που επισκεπτόμασταν σχεδόν κάθε Αύγουστο της ζωή της. Όλα τα είχε αποτυπώσει με τη φωτογραφική της μηχανή εκείνη. Πανέμορφα. Ο τίτλος που τους έδωσε; «Το δικό μου χαρούμενο μέρος».
Είδα κοντινές φωτογραφίες, γεμάτες τρυφερότητα και αγάπη, που τράβηξε από τον αδερφό της, τον Dean. Μια φωτογραφία της κολλητής της, δεμένη στο κρεβάτι του νοσοκομείου μετά από μια κρίση που είχε περάσει. «Σε αγαπάω», έγραψε κάτω από την εικόνα η Παυλίνα.
Είδα και εικόνες που είχε ανεβάσει απ’ ένα ταξίδι που είχαμε πάει μαζί. Υπέροχο απογευματινό τοπίο με χιόνι. Ήταν η ίδια θέα που αντίκρισα και εγώ. Μόνο που πλέον έμενε στην αιωνιότητα.
Μετά, ήταν εκείνη η φωτογραφία. Είχε ανεβάσει τον εαυτό της όταν ήταν μικρό κοριτσάκι. Ανάμεσα στα πεσμένα φθινοπωρινά φύλλα. Φορούσε μια πιτσιλωτή φουστίτσα. Ένα ροζ κορμάκι και πράσινα παπούτσια.
Η λεζάντα της έγραφε: «Μακάρι να ήμουν ακόμη ένα μικρό κοριτσάκι».
Όπως φαίνεται, δεν ήμουν η μόνη που το ευχόταν κάποιες φορές.
πηγή: The New York Times
Λίγα πράγματα είναι περισσότερο επίπονα απ’ το να αγαπάς ένα 15άχρονο κορίτσι και ειδικότερα όταν είναι το παιδί σου. Ρώτησε κάθε μητέρα η οποία έχει ζήσει την κόρη της στην εφηβεία. Θα σου γνέψει το κεφάλι συγκαταβατικά. Ίσως ακόμη και να σου δώσει η ίδια την αγκαλιά που σου λείπει.
«Θα περάσει», μου λένε οι φίλοι. Το ξέρει το μυαλό σου. Η καρδιά σου όμως όχι. Είναι σαν μια κομματιασμένη τσάντα που πέφτουν από μέσα της ό,τι υπάρχει. Ξαφνικά, έπειτα από μια δεκαετία στην οποία τη φρόντιζες, την πήγαινες και την έπαιρνες από τις διάφορες δραστηριότητές της, τη βοηθούσες στο διάβασμα, της χτένιζες τα μαλλιά, πήγαινες μαζί της σε ραντεβού για παιχνίδι, της κρατούσες το χέρι για να περάσετε το δρόμο, βρίσκεται αποκλεισμένος από τη ζωή της. Η πόρτα του δωματίου είναι ερμητικά κλειστή. Μια στο τόσο, χτυπάω και μπαίνω μέσα. Πάντα όμως νιώθω παρείσακτη. Σαν εισβολέας.
Αναπολώ εκείνες τις νύχτες, όταν η κόρη μου, η Παυλίνα, δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Την αγκάλιαζα τρυφερά. Η ζέστη του σώματός της ενώνονταν με τη δική μου και κοιμόμασταν αμέσως.
Σήμερα, σχεδόν δεν τη βλέπω. Ούτε της μιλάω. Είναι απασχολημένη με το σχολείο ενώ όταν έχει ελεύθερο χρόνο προτιμάει να βγει με τους φίλους της. Το καταλαβαίνω.
Αποσπάσματα από τη ζωή της ακούγονται κάποιες φορές από το δωμάτιό της. Συζητήσεις και γέλια. Αγαπημένα τραγούδια της παίζουν κάποιες φορές στο αμάξι από το κινητό της. Όταν επιχειρώ να επικοινωνήσω μαζί της, μου γυρίζει μπούμερανγκ. Πριν από μερικούς μήνες, έβαλε το τραγούδι «The rain song» των Led Zeppelin. Ένα από τα αγαπημένα μου κομμάτια όταν ήμουν στην ηλικία της. Της το είπα αλλά δεν αντέδρασε. Έκανα το μοιραίο λάθος να προσπαθήσω να το παίξω για εκείνη στην ακουστική μου κιθάρα όταν γυρνούσαμε σπίτι. Μάθαινε η ίδια κιθάρα και σκέφτηκα ότι ίσως θέλει να μάθει τις συγχορδίες.
Με τα βίας άκουσε την αρχή. Έτρεξε απάνω στο δωμάτιό της. Από τότε έχει να ακούσει Led Zeppelin. Τουλάχιστον απ' όσο ξέρω.
Το ξέρω. Θυμάμαι με ποιόν τρόπο αντιμετώπιζα και εγώ τη μητέρα μου όταν ήμουν σ’ αυτήν την ηλικία. Δεν ήθελα να της μιλήσω. Ούτε ακόμα να περπατάω μαζί της στο πεζοδρόμιο. Εξοργίστηκα απίστευτα όταν κρυφοκοίταξε το ημερολόγιό μου. Προφανώς, έψαχνε για πληροφορίες μήπως και καπνίζω μαριχουάνα ή για τη σεξουαλική μου ζωή.
Μόνο τώρα που έχω και εγώ ένα κορίτσι στην εφηβεία συνειδητοποιώ για πρώτη φορά ότι η μητέρα μου δεν έψαχνε καν να βρει κάτι να με ενοχοποιήσει. ‘Έψαχνε απλώς εμένα. Προσπαθούσε να ρίξει μια κλεφτή ματιά στο κορίτσι που είχε γεννήσει. Στον άνθρωπο που μεγάλωσε με φροντίδα και πλέον απομακρυνόταν πολύ γρήγορα μακριά της.
Κάπου εδώ κατάλαβα το πιο στενάχωρο. Δεν έβλεπα την Παυλίνα στην καθημερινότητά της. Να λέει αστεία. Να κλαίει. Την έχανα από τον κόσμο. Το οποίο βέβαια είναι το νόημα του να μεγαλώνουν τα παιδιά σου. Εάν κάνεις καλή δουλειά τότε βγαίνουν εκεί έξω, στον κόσμο, και φτιάχνουν τη ζωή τους.
Πριν από λίγες ημέρες, συνάντησα τυχαία τη Maddie. Τη φίλη του μεγαλύτερού μου γιου, του Dean που σπουδάζει. Μιλήσαμε για το πώς πάνε οι σπουδές της, εάν έχει μιλήσει με τον Dean. Εάν της έλειπε το σπίτι της. Και μετά με ρώτησε: «Πώς είναι η Παυλίνα;».
«Καλά είναι, νομίζω», απάντησα, αναφέροντας ότι είχε ξεκινήσει μαθήματα φωτογραφίας. «Αγαπά τη φωτογραφία. Απεχθάνεται τον μαθηματικό της».
Με ανοιχτά τα μάτια η Maddie με ρώτησε: «Έχεις δει το Instagram της;».
Άρχισα να πανικοβάλλομαι. Σκεφτόμουν μόνο ό,τι είχα πει με άλλους γονείς για τα παιδιά τους. Το Instagram τους ήταν γεμάτο με αποκαλυπτικές φωτογραφίες. Γονείς που αναγκάστηκαν να πάρουν τα κινητά των παιδιών τους και να κρύψουν μακριά τους υπολογιστές τους λόγω των απρεπών φωτογραφιών. «Ω θεέ μου, σκέφτηκα. Έρχεται».
«Όχι», της απάντησα. «Γιατί;».
«Είναι φανταστικό», μου είπε η Maddie. «Είναι εκπληκτική φωτογράφος. Έχει πάνω από 1000 ακολούθους».
Δεν είχα ζητήσει ποτέ να δω το Instagram της Παυλίνας. Δεν ήξερα καν το όνομα που χρησιμοποιούσε στο λογαριασμό της. Αλλά χίλιους ακολούθους;
Εκείνο το βράδυ, βρήκα τη δύναμη και ζήτησα από την Παυλίνα αν μπορούσα να την ακολουθήσω στο Instagram. Εκ του θαύματος, δέχτηκε. Άρπαξα το κινητό μου και ξαφνικά ήταν μπροστά μου: Η ζωή της Παυλίνας. Ασπρόμαυρη και έγχρωμη.
Υπήρχαν φωτογραφίες με τις φίλες της να αράζουν. Φωτογραφίες με φίλους να χαζολογούν. Μια υπέροχη φωτογραφία με αγόρια με πατίνια. Μια καλλιτεχνική που απεικόνιζε ένα άδειο και τσαλακωμένο κρεβάτι μιας φίλης της. Ένα μοναχικό μέρος σε κάποιο γιαπωνέζικο εστιατόριο. Δεν υπήρχαν απλά φωτογραφίες, αλλά πανέμορφα κάδρα και πλάνα που φωτογράφισε η κόρη μου.
Τα social media κατηγορούνται πως καταστρέφουν τη δημοκρατία, απειλούν την προσοχή των παιδιών μας. Υπονομεύουν τον ιστό της κοινωνίας. Μέσα όμως απ’ αυτά, ήμουν σε θέση να είμαι μαζί με την Παυλίνα στον κόσμο εκεί έξω. Να δω ό,τι βλέπει εκείνη. Να σταθώ εικονικά δίπλα της. Να γίνω μάρτυρας, σε σχεδόν πραγματικό χρόνο, στα μέρη και τους ανθρώπους που βλέπει. Όχι με ρόλο γονιού αλλά με έναν άλλον, υπέροχο τρόπο.
Υπήρχαν υπέροχες φωτογραφίες από το μέρος που επισκεπτόμασταν σχεδόν κάθε Αύγουστο της ζωή της. Όλα τα είχε αποτυπώσει με τη φωτογραφική της μηχανή εκείνη. Πανέμορφα. Ο τίτλος που τους έδωσε; «Το δικό μου χαρούμενο μέρος».
Είδα κοντινές φωτογραφίες, γεμάτες τρυφερότητα και αγάπη, που τράβηξε από τον αδερφό της, τον Dean. Μια φωτογραφία της κολλητής της, δεμένη στο κρεβάτι του νοσοκομείου μετά από μια κρίση που είχε περάσει. «Σε αγαπάω», έγραψε κάτω από την εικόνα η Παυλίνα.
Είδα και εικόνες που είχε ανεβάσει απ’ ένα ταξίδι που είχαμε πάει μαζί. Υπέροχο απογευματινό τοπίο με χιόνι. Ήταν η ίδια θέα που αντίκρισα και εγώ. Μόνο που πλέον έμενε στην αιωνιότητα.
Μετά, ήταν εκείνη η φωτογραφία. Είχε ανεβάσει τον εαυτό της όταν ήταν μικρό κοριτσάκι. Ανάμεσα στα πεσμένα φθινοπωρινά φύλλα. Φορούσε μια πιτσιλωτή φουστίτσα. Ένα ροζ κορμάκι και πράσινα παπούτσια.
Η λεζάντα της έγραφε: «Μακάρι να ήμουν ακόμη ένα μικρό κοριτσάκι».
Όπως φαίνεται, δεν ήμουν η μόνη που το ευχόταν κάποιες φορές.
πηγή: The New York Times
Σχόλια