Ακύρωση πτήσης
Του Χρήστου Χωμενίδη
Δεν ξέρω εάν έχει ακυρωθεί ποτέ κάποια
σας πτήση για λόγους ανωτέρας βίας. Εάν όχι, σάς διαβεβαιώνω πως η
εμπειρία ισοδυναμεί με μικρό θάνατο. Τι και αν οι μετεωρολόγοι είχαν
εγκαίρως προειδοποιήσει σχετικά με το κύμα κακοκαιρίας; Οι διακόσιοι και
πλέον νοματαίοι, οι οποίοι συνωστιζόμασταν στο αεροδρόμιο της
ωραιότατης βορειοελλαδίτικης πόλης, πιστεύαμε -το έβλεπες στα μάτια
όλων- πως τελικά θα πετούσαμε κόντρα στους θυελλώδεις ανέμους. Πόσω δε
μάλλον που οι αποσκευές μας παραλαμβάνονταν, ζυγίζονταν, περνούσαν από
τον έλεγχο. Η από μεγαφώνου αναγγελία της ματαίωσης προς στιγμήν μάς
παρέλυσε - μείναμε να χάσκουμε με τους καφέδες στο χέρι, "τί θα κάνουμε
τώρα;" να αναρωτιόμαστε. Οι υπάλληλοι μάς κοιτούσαν με τον συγκρατημένο
οίκτο των γιατρών απέναντι στους συγγενείς τού μακαρίτη.
Η φάση του σοκ -ελληνιστί "καταπληξίας"-
διήρκησε ελάχιστα λεπτά. Και πάλι επιβεβαιώθηκε ότι η ζωή παντί τρόπω
συνεχίζεται. Τα ορφανά του αεροδρομίου χωριστήκαμε σε τρεις κατηγορίες.
Στους ντόπιους, που θα επέστρεφαν στα σπίτια τους και θα ανέμεναν στωικά
την επόμενη πτήση οψόποτε βελτιωνόταν ο καιρός. Στους ξένους οι οποίοι
είχαν τη χρονική πολυτέλεια να παραμείνουν στην πόλη μέχρι νεοτέρας και
διαγκωνίζονταν ήδη στα γκισέ, απαιτώντας από την αεροπορική εταιρεία να
τους εξασφαλίσει στέγη και τροφή, ενδεχομένως και να τους αποζημιώσει
για την ταλαιπωρία. Και σε εμάς, τους λιγότερους, που έπρεπε σώνει και
καλά να φτάσουμε το συντομότερο δυνατό στον προορισμό μας. Σε εμάς η ζωή
έδειξε το σκληρότερο πρόσωπό της.
Να ναυλώσει η εταιρεία κάποιο πούλμαν να
μάς μεταφέρει οδικώς; Ούτε λόγος! "Υπάρχει ΚΤΕΛ" μάς είπαν. "Ορίστε το
τηλέφωνο..." Στο εικοστό πρώτο χτύπημα, κάποιος το σήκωσε βαριεστημένα
και με ενημέρωσε ότι στα δύο επόμενα δρομολόγια δεν υπήρχε θέση - "εάν
θες να σου κλείσω με το τελευταίο, δέκα ωρίτσες κάνει, περνάει από τα
χωριά..." Συγχωρήστε με που δεν ήμουν διατεθειμένος να κάνω νυχτερινό
τουρισμό στη Θεσσαλία και στη Στερεά. "Έχω όμως άλλη λύση;" μονολόγησα.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή με πλησίασε στα
μουλωχτά ένας κοντόχοντρος αξύριστος τριανταπεντάρης. "Θες ταξί για
Αθήνα;" μού σφύριξε στο αυτί. "Αμέ! Πόσο όμως πάει το μαλλί;"
"Τετρακόσια ευρώ ακατέβατα. Βρες άλλους τρεις και φύγαμε." "Γιατί να
τους βρω εγώ;" Μειδίασε συγκαταβατικά όπως όταν αντιμετωπίζεις τις
αυταπάντητες απορίες ενός νηπίου. "Θα σού εξηγήσω στον δρόμο..." μού
έταξε.
Η αναζήτηση συνεπιβατών έπεφτε στο κενό.
Οι δυό φοιτήτριες με κοίταξαν -όταν τους
ενημέρωσα για την ταρίφα- με ταξικό σχεδόν μίσος. Με εξέλαβαν χωρίς
αμφιβολία για μέλος της διαπλεκόμενης ελίτ που καταγγέλλει εμμονικά ο
Σύριζα. "Δεν καλύπτω από την τσέπη μου τα οδοιπορικά μου..." βρέθηκα να
απολογούμαι.
Η κομψή κυρία, που θα συνόδευε τη γηραιά
-κι έτι κομψότερη- μητέρα της σε Κολωνακιώτη γιατρό, συγκατάνευσε μεν
στην τιμή, βομβάρδισε δε τον οδηγό με ερωτήσεις. "Δεν πιστεύω να
καπνίζετε μέσα στο αυτοκίνητο; Αν τυχόν οσμιστώ τσιγαρίλα, θα σάς
καταγγείλω! Πότε αλλάξατε λάστιχα; Έχετε κοιμηθεί αρκετά ώστε να κάνετε
τόσο μεγάλο δρομολόγιο;" Πριν του ζητήσουν πιστοποιητικό υγείας -γιατί
όχι και κοινωνικών φρονημάτων;- ο ταξιτζής τούς είχε γυρίσει την πλάτη.
Το βραδινό λεωφορείο ήταν το πεπρωμένο μου, ας το δεχόμουν δίχως των δειλών τα παρακάλια και παράπονα...
Ως από μηχανής θεός εισέβαλε στο οπτικό
πεδίο μου ο κρεμανταλάς με το ξυρισμένο κρανίο και το τραγίσιο μούσι. Με
αγγλικά περίφημα για Ιταλό με πληροφόρησε ότι επειγόταν να βρεθεί στο
"Ελευθέριος Βενιζέλος", για να επιβιβαστεί για Βηρυτό. Απ'τη στιγμή που
υπήρχε αμοιβαία βούληση, το παζάρι ολοκληρώθηκε στο πι και φι. Ο
ταξιτζής κατέβηκε στα τριακόσια πενήντα, ο Λουίτζι δέχθηκε να δώσει τα
διακόσια, απ' το δικό μου πορτοφόλι θα έβγαιναν συνεπώς τρία
πενηντάρικα. Θα έπαιρνα πίσω τα λεφτά του αεροπορικού εισιτηρίου
-ογδόντα ευρώ- θα φεσωνόμουν άρα, στη χειρότερη, εβδομήντα...
Αντιμετωπίσιμο το κακό, ακόμα και για κάποιον σαν εμένα, που
βιοπορίζεται -στην Ελλάδα του 2019- από τα γραπτά του.
Η διαδρομή με αποζημίωσε στο
πολλαπλάσιο. Συνυπήρξα επί πεντέμισι ώρες με δυό ανθρώπους οι οποίοι
έστεκαν από κάθε σχεδόν άποψη στους αντίποδες μεταξύ τους. Που
ενσάρκωναν τη σημερινή πραγματικότητα διεθνώς.
Ο Ιταλός ήταν προγραμματιστής, μηχανικός
software. Ταξίδευε ακατάπαυστα ανά την υφήλιο, έστηνε εργοστάσια.
Εργοστάσια χωρίς σχεδόν εργάτες, με ελάχιστους υπαλλήλους. Μόνταρε τη
γραμμή παραγωγής, προγραμμάτιζε τα μηχανήματα για να δουλεύουν εντελώς
αυτόματα. Μάς έδειξε ένα βίντεο από την προτελευταία του εργασία, στη
Ρωσία. Μιά μονάδα παραγωγής μουστάρδας στη μέση του πουθενά. Ιμάντες
γύριζαν νυχθημερόν, ρομποτικοί βραχίονες παρασκεύαζαν το μείγμα, το
συσκεύαζαν, κολλούσαν ετικέτες, το φόρτωναν στις νταλίκες. Χέρι ανθρώπου
δεν διακρινόταν πουθενά...
"Στην Ελλάδα με κάλεσαν σε μια εταιρεία
εμφιαλωμένου νερού. Στον Λίβανο θα στήσω ένα υφαντουργείο..." "Θα
αμείβεσαι εξαιρετικά!" "Δεν βαριέσαι..." χαμογέλασε ντροπαλά. "Το ζήτημα
είναι να σού αρέσει η δουλειά σου. "Δείχνεις συνεπαρμένος..." "Φοβάμαι
όμως. Φοβάμαι ολοένα και περισσότερο. Οικοδομείται ένας κόσμος εκτός
ανθρώπινου ελέγχου. Ασφυκτικά ελεγχόμενος παράλληλα. Όποιος έχει στις
μέρες μας smart phone, πρέπει να ξέρει ότι και η παραμικρή του κίνηση
καταγράφεται. Σε περιοχές της Κίνας, οι οποίες βρίσκονται στην αιχμή της
τεχνολογικής ανάπτυξης, έχει καταργηθεί όχι απλώς το ρευστό χρήμα αλλά
και οι κάρτες. Πληρώνεις με εφαρμογή του κινητού σου. Αν αγοράσεις έναν
αφρό ξυρίσματος, η οθόνη σου θα καταιγιστεί την επόμενη στιγμή από
διαφημίσεις αντρικών καλλυντικών... Αν βρεθείς στο Ιράν και συνδεθείς
στο διαδίκτυο, οι αμερικάνικες αρχές θα το γνωρίζουν την επόμενη φωνή
που θα θελήσεις να μπεις στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η γη έχει μεταμορφωθεί
σε έναν απέραντο αξονικό τομογράφο..." "Υπάρχει η προστασία των
προσωπικών δεδομένων" αντέτεινα. "Μονάχα που όσοι είναι στο facebook
-δυό δισεκατομμύρια άνθρωποι- εκθέτουν διαρκώς τα προσωπικά δεδομένα
τους. Με δέλεαρ μερικά likes..."
"Ο ταξιτζής μας ζει κάτω από το ραντάρ!"
αποκάλυψα στον Ιταλό καινούργιο φίλο. "Με αγγάρεψε στο αεροδρόμιο να
ψαρέψω επιβάτες για λογαριασμό του καθότι η άγρα πελατείας αποτελεί
ποινικό αδίκημα. Έχει βάλει το ταξίμετρο να γράφει, το έχει αποσυνδέσει
όμως από την ταμειακή μηχανή - ασφαλώς και δεν πρόκειται να μάς κόψει
νόμιμη απόδειξη. Τα παραστατικά από τα διόδια τα δίνει σε μένα. Απαξιοί
να τα περάσει ως έξοδα στην προφανώς μηδενική φορολογική του δήλωση. Δεν
θα δεχόταν βέβαια να τον πληρώσεις με κάρτα, αμφιβάλλω αν έχει καν
τραπεζικό λογαριασμό. Κρατιέται σε απόσταση ασφαλείας από το κράτος,
παρεκτός όταν το πιέζει -μέσω του βουλευτή του- για κάποια οικονομική ή
άλλη εξυπηρέτηση. Δεν χρησιμοποιεί gps, δεν μιλάει διόλου αγγλικά. Τα
καταφέρνει εντούτοις μια χαρά!"
Ο μηχανικός software κοίταξε τον ταξιτζή
σαν απολίθωμα μιάς αθωότερης εποχής. "Το ξέρει" με ρώτησε "ότι σε
δέκα-δεκαπέντε χρόνια το επάγγελμα του δεν θα υπάρχει; Ότι τα αυτοκίνητα
δεν θα χρειάζονται οδηγούς;" "Κι αν το ήξερε, τι ακριβώς θα'κανε; Θα
επιμορφωνόταν μήπως, με δική του πρωτοβουλία, για να ανταποκριθεί στις
απαιτήσεις του μέλλοντος;" "Ούτε καν υποπτεύεται τι τον περιμένει;" "Το
ξέρει, από ένστικτο περισσότερο. Και αντιδρά σπασμωδικά. Πριν από λίγα
χρόνια διαδήλωνε εναντίον των αγορών. Τώρα ταυτίζεται με όποιον
κολακεύει την ελληνικότητά του. Αν ήταν Βρεττανός, θα είχε ταχθεί υπέρ
του Brexit. Στις ΗΠΑ, θα ψήφιζε τον Τραμπ θεωρώντας τον αντισυστημικό
πατριώτη. Θα έστηνε με όλα αυτά ανάχωμα στην τεχνολογική επανάσταση;"
"Όχι βέβαια. Αφού ουσιαστική δημοκρατία δεν υπάρχει..."
"Τι είπε;" με ρώτησε εκείνη τη στιγμή ο
ταξιτζής. "Ότι δημοκρατία δεν υπάρχει." "Βεβαίως και δεν υπάρχει! Αλλιώς
θα ξεπουλούσαν τη Μακεδονία;"
* Ο κ. Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας
http://www.capital.gr/
Σχόλια